Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014


Ιστορική τομή η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ


·                                 Κυριακή 1 ,Ιουνίου 2014

·                                 Γράφτηκε από τον/την Π. Κλαυδιανός, Χ. Γεωργούλας

Το αποτέλεσμα των εκλογών, των αυτοδιοικητικών και ιδίως των ευρωεκλογών, ήταν θετικό για τον ΣΥΡΙΖΑ και την πολύ μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού. Σημειώθηκε ιστορική τομή και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς μια δύναμη της Αριστεράς πήρε την πρώτη θέση. Και αυτό παρά το ότι είχε απέναντί της συνασπισμένα τόσα πολλά συμφέροντα για να την καταπολεμήσουν και να υπερασπιστούν την κυβέρνηση. Είναι πειστικό, πλέον, ότι βρίσκεται σε τροχιά κυβερνητικής εξουσίας και αυτό μπορεί να απελευθερώσει κι άλλες δυνάμεις στο άμεσο μέλλον από τον φόβο που δεν εξέλιπε, να υπερνικήσει την επιφύλαξη έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, όση παραμένει. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τώρα την πρωτοβουλία, η κυβέρνηση είναι σε άμυνα.

Διευρυμένη δυναμική

Το ότι για δεύτερη φορά μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ ψηφίζεται από ένα τόσο υψηλό ποσοστό, σταθεροποιώντας σε πολύ υψηλά ποσοστά – παρά την έκδηλη ρευστότητα του πολιτικού συστήματος – και τη συσπείρωσή του αποδεικνύει ότι ως κόμμα δεν είναι μια ευκαιριακή συσπείρωση. Η ικανότητά του, δε, να προσελκύει δυνάμεις, στατιστικά σημαντικές, απ’ ευθείας και από τη Δεξιά, να γίνεται ευρύτερα πόλος συσπείρωσης, ενθαρρύνει το συμπέρασμα ότι το κόμμα, αν τύχει της αντίστοιχης καθοδηγητικής φροντίδας, με κανένα τρόπο δεν έχει εξαντλήσει τη δυναμική του.
Η διαδικασία των ευρωεκλογών, ιδίως η υποψηφιότητα του σύντροφου Αλέξη ως προέδρου του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, η ευρωκαμπάνια του και ιδίως η συμμετοχή του στην τηλεοπτική αντιπαράθεση με τους άλλους υποψήφιους για τη θέση του προέδρου της Κομισιόν, όπου ανέπτυξε με αρτιότητα και ενάργεια τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ευρωπαϊκής αριστεράς, αποσαφήνισε πλήρως την ευρωπαϊκή μας πολιτική. Δύσκολα θα επανέλθουν στο τραπέζι, τουλάχιστον με την ίδια οξύτητα και τον ίδιο ως τώρα τρόπο, και θα διχάσουν το κόμμα, συζητήσεις για το ευρώ κτλ. Η καμπάνια προσέδωσε στο θέμα τις φυσιολογικές του διαστάσεις, το εγκατέλειψαν και οι αντίπαλοι σαν όπλο εναντίον μας. Δεν ενθαρρύνθηκαν, αλλά αποδοκιμάστηκαν τα αριστερά σχήματα που στηρίχθηκαν σ’ αυτό, άσκησαν δριμεία κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ με βάση αυτό.

Παρόντες στην αυτοδιοίκηση

Τα αποτελέσματα, με τη νίκη των αυτοδιοικητικών κινήσεων όπου συμμετέχουν και οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως σε δήμους της Β΄ Αθηνών και Β΄ Πειραιώς, μεγάλους δήμους της περιφέρειας, όπως Κοζάνη, Λάρισα, Λειβαδιά, και στις δυο περιφέρειες είναι μια νέα και άγνωστη δυνατότητα για τη Ριζοσπαστική Ανανεωτική Αριστερά. Ιδιαίτερα η ανάληψη της ευθύνης της διοίκησης στην Περιφέρεια Αττικής με τη συντρόφισσα Ρένα Δούρου είναι τομή. Οι δυνάμεις της Αριστεράς και ευρύτερες κινηματικές - κοινωνικές δυνάμεις που συνυπάρχουν στα αυτόνομα αυτοδιοικητικά σχήματα, έχουν την ιστορική πρόκληση να αντιμετωπίσουν τεράστιας σημασίας λαϊκά – κοινωνικά προβλήματα από θέση δημοκρατικής εξουσίας. Έχουν τη μοναδική ευκαιρία να δώσουν δείγματα γραφής, έμπρακτα, ότι η εναλλακτική μας αντίληψη δεν είναι μόνο στα χαρτιά. Η επιτυχία εδώ θα άρει τις διάχυτες επιφυλάξεις έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυρίως θα πείθει για την αξία της Αριστεράς και όταν δεν είναι στην κεντρική κυβέρνηση. Μας δίνεται, ακόμη, η ευκαιρία, πράγμα πολύ σημαντικό, να διευρύνουμε στην πράξη τον ρόλο της αυτοδιοίκησης που ασφυκτιά υπό τον Καλλικράτη.
Παράλληλα, οι πολύ σημαντικές αυτοδιοικητικές παρουσίες στα δύο τρίτα, περίπου, των δήμων και σ’ όλες τις περιφέρειες, ειδικά η παρουσία μας στην Αθήνα με την Ανοιχτή Πόλη και την υποψηφιότητα του συντρόφου Γαβριήλ Σακελλαρίδη που ανέδειξε ένα ελπιδοφόρο αριστερό αυτοδιοικητικό πρότυπο, είναι νέες δυνατότητες. Είναι αναντικατάστατες κινηματικές μορφές παρέμβασης, στους θεσμούς και την τοπική κοινωνία. Κινητοποιώντας τους πολίτες, αν ο δήμος ή η περιφέρεια κωφεύει, μπορούν αυτές να προωθούν τη λύση προβλημάτων ή να τα προβάλλουν. Οι συλλογικότητες κάθε μορφής, οι ποικίλες αλληλέγγυες δομές ανά τη χώρα είναι οι απαραίτητοι και αποτελεσματικοί σύμμαχοι στο έργο των αυτοδιοικητικών κινήσεων. Η κρίση διαρκεί, η οργάνωση του λαού προέχει.

Μηνύματα και στον ΣΥΡΙΖΑ

Όμως, τα αποτελέσματα έστειλαν μηνύματα και στον ΣΥΡΙΖΑ και θα πρέπει να τα αποκωδικοποιήσουμε, με προσοχή. Στην πραγματικότητα η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ιστορική μεν αλλά και με μέτρο, εμπεριέχει ένα είδος λαϊκής σοφίας που του δίνει τον απαραίτητο χρόνο ωρίμανσης, που φαίνεται ότι τον χρειάζεται για να αναλάβουμε τη μεγάλη ιστορική ευθύνη. Του υπενθυμίζει ότι ο αγώνας είναι ημιαντοχής όχι ταχύτητας, έχει απαιτήσεις δεν μπορεί να στηριχθεί σε ευκαιριακές πρωτοβουλίες, επικοινωνιακές, έχει δυσκολίες. Εν πολλοίς ο λαός, δεν γνωρίζει ακόμη ούτε το πλήρες, επικαιροποιημένο πρόγραμμά του, στο οποίο θα μπορούσε να αναγνωρίσει τον εναλλακτικό ορίζονται λαϊκών προσδοκιών.
Τέθηκαν ζητήματα αυτοδιοικητικής τακτικής και ουσίας. Το κύριο, το υπόβαθρο του λάθους είναι η αντίληψη που ενδημεί στην ηγεσία του κόμματος ότι το 27% του Ιουνίου μπορεί να ανοίξει όλες τις πόρτες. Μπορείς να κερδίσεις από επιτρόπους στην ενορία σου έως και τις περιφέρειες.

·                                 Αποκαλύπτει ελλιπή θεωρητική προσέγγιση της έννοιας της ηγεμονίας, της αυτονομίας και διαφορετικότητας των τοπικών πολιτικών συστημάτων από το κεντρικό πολιτικό σύστημα. Δεν τηρεί πάντα τους όρους αυτόνομης παρέμβασης των αυτοδιοικητικών κινήσεων όπου συμμετέχουν τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ με πολλούς άλλους. Επίσης, δείχνει - και είναι θεμιτό -λειψή αυτοδιοικητική εμπειρία και γνώση, για τους ειδικούς κώδικες που χρειάζονται για τους τοπικούς δίαυλους.
Αποτέλεσμα αυτής της λανθασμένης παραδοχής - επανάπαυσης ήταν η αργοπορία να στραφεί ο ΣΥΡΙΖΑ αμέσως μετά τον Ιούνιο του 2012 στην οικοδόμηση της αυτοδιοικητικής του παρέμβασης. Διαδικασία που θα συνένωνε υπαρκτές κινηματικές οντότητες με άλλες αυτοδιοικητικές δυνάμεις, μαζί με τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, στη βάση ενός τοπικού προγράμματος. Ιδίως στις περιφέρειες αυτό παραβιάστηκε πλήρως.

·                                 Ο ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε τη θέση του, κατά κανόνα, χωρίς διαδικασίες που θα παρήγαγαν ένα επεξεργασμένο πρόγραμμα. Ενδεικτική ήταν η επιλογή βουλευτών ή στελεχών του κόμματος για τη θέση του υποψήφιου περιφερειάρχη ή «συμμάχων» πολιτικών ή «προβεβλημένων» μιντιακών.

·                                  Οι επιλογές αυτές δεν υποστηρίχθηκαν από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ.

Λανθασμένες προσεγγίσεις


Αλλά το αποκορύφωμα ήταν το σύνθημα «τρεις κάλπες μια επιλογή». Δεν χρειάζεται καμιά επιχειρηματολογία για το πόσες μαζί λανθασμένες προσεγγίσεις ενσωματώνει. Οι πολίτες απάντησαν ακριβώς το αντίθετο: «τρεις κάλπες, τρεις επιλογές»! Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έλεγε σε όλους τους τόνους, ότι το μνημόνιο αφορά και τις τρεις κάλπες. Ούτε ότι θα έκρυβε πως ένας υποψήφιος είναι του ΣΥΡΙΖΑ, το αντίθετο. Αλλά αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Και μια και μιλήσαμε για «λαϊκή σοφία», στην Αθήνα και στην Αττική ο κόσμος αντιλήφθηκε ποιο είναι το πολιτικό διακύβευμα και ψήφισε τη Δούρου και τον Σακελλαρίδη. Το ίδιο ισχύει για το δεύτερο γύρο. Σχεδόν παντού ο υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε! Εδώ, από μόνοι τους οι πολίτες έκαναν πολιτική επιλογή, σωστή. Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και το σύνθημα «25 ψηφίζουμε και φεύγουν». Ενώ μπορούσαμε να πούμε ότι αρχίζει η διαδικασία, ανοίγουν οι εξελίξεις να νικήσουμε την κυβέρνηση. Κάτι που έγινε, εξάλλου, και είναι πολύ σημαντικό.
Να συμπληρώσουμε, ακόμη, το παζλ με την επιμονή σε ένα είδος καμπάνιας που προέβαλλε κυρίως την καταστροφή που προκαλεί το μνημόνιο και όχι τον ορίζοντα προσδοκιών, το θετικό των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Οι υψηλοί στόχοι «θα μπούμε στον δεύτερο γύρο σε επτά – εννιά περιφέρειες», εκ των οποίων «σίγουρες το Βόρειο Αιγαίο και η Δυτική Ελλάδα» και το «δέκα μονάδες μπροστά» στις ευρωεκλογές συμπληρώνουν την εικόνα. Είναι έργο της ηγεσίας ή σωστότερα των συμβούλων που περιτριγυρίζουν τον πυρήνα της κορυφής. Συνέβαλε και η ανάθεση της καμπάνιας σχεδόν αποκλειστικά σε επικοινωνιολόγους – που εκ φύσεως έχουν ρηχή πολιτική προσέγγιση, με ατάκες κτλ – μάλιστα έχουν παλιότερα διαπρέψει στην υπηρεσία του ΠΑΣΟΚ. Παρά τις αντιδράσεις από πολλές πλευρές. Ο κ. Τζιώτης υπήρξε επικοινωνιακό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και ορίστηκε κεντρικός επικοινωνιολόγος του ΣΥΡΙΖΑ στην πιο κρίσιμη μάχη! Δεν πρέπει να ενημερωθεί το κόμμα γι’ αυτές τις επιλογές; Να κριθούν;
Στο πλαίσιο της μη λειτουργίας των καθοδηγητικών οργάνων του κόμματος και των επιτροπών που ορίζονται για συγκεκριμένο έργο, το πολιτικό περιεχόμενο της καμπάνιας, η μονοπρόσωπη παρουσίασή της – πλην του τελευταίου εικοσαημέρου – και διάφορες αυθαίρετες «αναψηλαφήσεις» πολιτικών πλευρών της γραμμής μας, όπως και κρίσιμα λάθη (Σουλεϊμάν Σαμπιχά) έγιναν από άγνωστους στο κόμμα αόρατους συμβούλους, που έχουν λόγο ισχυρότερο από τα μέλη της Γραμματείας χωρίς να τους έχει αναθέσει ένα όργανο γι’ αυτή την ευθύνη. Κανένας δεν γνωρίζει, για παράδειγμα, πώς προέκυψαν τα προεκλογικά μας συνθήματα και η έμφαση (σε σημείο δημιουργίας ιστοσελίδας) στη «Νέα Ελλάδα». Κανένας δεν γνωρίζει, πώς προέκυψε η άφθονη –έκδηλα προπαγανδιστική – αναφορά στις ανοιχτές συγκεντρώσεις στην «πατρίδα». Ο υπερβολικός αντί-Μέρκελ, λαϊκότροπος λόγος, που στερούσε τη δυνατότητα να διατυπωθούν οι θέσεις μας για την Ευρώπη, παγίδευαν τον ομιλητή. Όπως και στο ντιμπέιτ, στις συνεντεύξεις του σε κανάλια ο Αλέξης είχε πιο πλούσιο λόγο,  επιχειρηματολογία και ιδέες.

Χάρη στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ

Υπάρχουν, βέβαια, και οι διάφορες αστοχίες της ηγεσίας κατά τη διάρκεια της  συγκρότησης των ψηφοδελτίων, κατά κανόνα παρακάμπτοντας οργανώσεις, ακόμη και όργανα. Γνωστές οι περισσότερες, αν και υπάρχουν και άλλες λιγότερο γνωστές. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να πούμε για τις ημιεπίσημες διαρροές διαφόρων τάσεων και κομματικών αποχρώσεων προς συγκεκριμένους δημοσιογράφους, ανάλογα με το ενδιαφέρον και τους δεσμούς. Αυτό το «χούι», που θεωρείται όπως φαίνεται «έξυπνο» και «νόμιμο» προνόμιο ηγετικών στελεχών, μαζί με την «επίδειξη γνώσεων και θέσεων» από κεντρικά στελέχη όταν βρίσκονται στο γυαλί – ξεχνώντας ότι στην πλάτη του κόμματος πατούν για να απευθύνουν με την προσωπική τους, βέβαια, συμβολή και εμπλουτισμό, τον λόγο του στους πολίτες – προκαλεί εσωστρέφεια και διαμορφώνει κλίμα αφερεγγυότητας. Στερούν, όλα αυτά μαζί, σημαντικούς βαθμούς από την ωριμότητα που θέλει να δει στον ΣΥΡΙΖΑ ο λαός για ένα τόσο βαρύ και δύσκολο έργο που τον προορίζει.
Παρ’ όλα αυτά ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές, όταν στα ηγετικά όργανα συγκρούονταν – κάποτε χωρίς αίσθηση και ιστορικής ευθύνης – οργάνωνε τη μάχη. Συγκροτούσε συνδυασμούς, έγραφε προγράμματα, οργάνωνε συγκεντρώσεις, κρεμούσε πανό, κολλούσε αφίσες, τροφοδοτούσε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τηλεφωνούσε σε φίλους. Έτσι δόθηκε η μάχη, σώμα με σώμα, και γι’ αυτό κερδήθηκε.



 

Συνέντευξη με τον πανεπιστημιακό Ηλία Γεωργαντά 1 6 2014


Οι εκλογές ήταν και αυτοδιοικητικές

Οι αυτοδιοικητικές εκλογές αποτιμήθηκαν τις περισσότερες φορές σε συνάρτηση με την κεντρική πολιτική σκηνή. Η σημασία τους συχνά υποτιμήθηκε. Στη συζήτηση που ακολουθεί, θελήσαμε να αποκαταστήσουμε σ‘ ένα βαθμό αυτή τη “βλάβη”.

Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός

Οι πρόσφατες εκλογές – αυτοδιοικητικές και ιδίως ευρωεκλογές – θα αποδειχθεί, άραγε, ότι είναι μια τομή στη μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία, στα 40 χρόνια του πολιτικού συστήματος; Αν ναι, γιατί;

Θα έλεγα ότι οι ευρωεκλογές της 25ης Μαΐου αποτελούν σταθμό όχι μόνο για τα 40 χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά και για όλο το εύρος της πολιτικής ιστορίας του ελληνικού κράτους. Για πρώτη φορά, ένα αριστερό κόμμα, και μάλιστα ένα ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα, κερδίζει τις εκλογές καθαρά και αδιαμφισβήτητα. Βέβαια, οι εκλογές αυτές δεν ήταν βουλευτικές, όμως ο εκλογικός ανταγωνισμός είχε ένταση και οξύτητα που προσιδιάζουν σε εθνικές εκλογές. Ο λαός προτίμησε την πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και το έδειξε απερίφραστα στην κάλπη. Σημειωτέον ότι η ανατροπή αυτή έγινε αποκλειστικά με τις δυνάμεις που η κοινωνία εμπιστεύτηκε στον ΣΥΡΙΖΑ για να δώσει αυτή την πολιτική μάχη. Τη μάχη αυτή την έδωσε απολύτως μόνος του -καθαρά και χωρίς πολιτικά «δάνεια», «υποθήκες» και «τριτεγγυητές»- και μάλιστα την κέρδισε έχοντας απέναντί του το σύνολο των παλαιοκομματικών δομών εξουσίας, της κρατικής διαπλοκής, αλλά και των βαρόνων των μίντια. Αυτό που μένει είναι να επισφραγιστεί από το επόμενο ορόσημο, που δεν είναι άλλο από μια αντίστοιχη, αν όχι καλύτερη, εκλογική νίκη στις εθνικές βουλευτικές εκλογές.

Ένας, ακόμη, δικομματισμός;

Οι δεύτερες εκλογές, μετά τον Ιούνιο του 2012, που αναδεικνύουν δύο – τα ίδια – μεγάλα κόμματα, μπορεί να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι άρχισε να διαμορφώνεται ένας νέος δικομματισμός ή θα συνεχισθεί η έντονη ρευστότητα; Τι χώρος απομένει για την κεντροαριστερά;

Με τις εκλογές της προηγούμενης Κυριακής παγιώνονται και οριστικοποιούνται οι τάσεις ανατροπής του δικομματισμού όπως τον ξέραμε από το 1980 και μετά. Αυτό είναι ξεκάθαρο. Με τα νέα δεδομένα σαφώς προκύπτει μια εικόνα διπολικότητας στο κομματικό σύστημα, η οποία όμως διαφοροποιείται ριζικά από βασικά χαρακτηριστικά του κλασικού δικομματισμού: δηλαδή, τα ποσοστά των δύο κομμάτων να αθροίζονται στο 80-85%, να υπάρχει εναλλαγή των δύο κομμάτων στην εξουσία και, φυσικά, η δυνατότητα σχηματισμού αυτοδύναμων κυβερνήσεων. Κανένα από τα βασικά αυτά κριτήρια δεν ικανοποιείται. Επίσης, ενώ ο ένας από τους δύο πόλους, εννοώ τον ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει να αποκτά συμπαγή χαρακτηριστικά, ο άλλος πόλος (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) διέπεται από αστάθεια αλλά και ετερογονία της συνολικής του εκλογικής δύναμης. Άρα, οι δύο πόλοι είναι ανόμοιοι και ανισομερείς ως προς την εσωτερική τους σύνθεση.
Θα έλεγα λοιπόν ότι το κομματικό σύστημα εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια κατάσταση μετάβασης, αν και πλέον οι αβεβαιότητες της μετάβασης συγκεντρώνονται περισσότερο στο συστημικό πόλο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό άλλωστε παρατηρείται και όλη αυτή η σπουδή για τη δημιουργία νέων μικρότερων πόλων  (Ποτάμι, αναβιωμένο ΛΑΟΣ, Γέφυρες κ.ά.) που προσπαθούν να ανακόψουν τις φυγόκεντρες τάσεις και να λειτουργήσουν ως εκλογικές «δεξαμενές ανακούφισης» του παλαιοκομματισμού. Η κεντροαριστερά παραμένει ανήμπορη να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, ενώ οι σποραδικές «πρωτοβουλίες» που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της εξουδετερώνονται σχεδόν αυτοστιγμεί από τις αντιφάσεις που γεννούν οι τακτικοί ελιγμοί που υποχρεώνεται να κάνει ο συστημικός πόλος εξαιτίας της ασφυκτικής πολιτικής πίεσης που του ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, η σχεδόν δικαιωματική εμπλοκή του βενιζελικού περιβάλλοντος και των δορυφόρων του στα τεκταινόμενα της κεντροαριστεράς, και μάλιστα αξιώνοντας ηγεμονική θέση, φαίνεται να καταδικάζει τις όποιες απόπειρες ανασυγκρότησης σε μικρές ψευδο-αναστάσεις.

Μιλάμε για τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Σε σχέση με άλλες του παρελθόντος τι το νέο έφεραν, ή αποκάλυψαν οι καταγραφείσες τάσεις, σε τι προϊδεάζουν;
Είναι πολλά και ποικίλα τα στοιχεία που συνθέτουν τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Να πω όμως εξαρχής κάτι που κατά τη γνώμη μου είναι σημαντικό, διότι νοθεύει και παραποιεί την ερμηνευτική μας οπτική. Είχαμε μια χυδαία, απροκάλυπτη, αυθαίρετη, υστερόβουλη και μικροκομματική χειραγώγηση του χρόνου διεξαγωγής των αυτοδιοικητικών εκλογών, με αποτέλεσμα ο πρώτος γύρος να μην διεξαχθεί στις 25/5, όπως θα έπρεπε, αλλά στις 18/5. Η αλλοίωση του χρόνου των εκλογών έθεσε τις αυτοδιοικητικές εκλογές εξαρχής σε τροχιά επικοινωνιακού συμψηφισμού των εντυπώσεων ήττας/νίκης. Η εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων στο δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών εκδηλώθηκε εντελώς «στα τυφλά», αφού το εκλογικό σώμα στερήθηκε εμπρόθετα το δικαίωμα που του παρείχε ο νόμος να γνωρίζει εκ των προτέρων το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών θα ήταν το ίδιο, αν η κυβέρνηση είχε τηρήσει τα προβλεπόμενα από το νόμο και δεν είχε χειραγωγήσει το χρόνο διεξαγωγής τους.

Να δούμε την τακτική των κομμάτων στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Κατά κανόνα τα αυτοδιοικητικά σχήματα των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης επέλεξαν να εμφανισθούν σαν «ανεξάρτητα». Τι εκφράζει αυτό το φαινόμενο; Πώς το υποδέχθηκαν οι τοπικές κοινωνίες; Λειτούργησε; Αν ναι, αυτό συνέβη διότι ενεργοποιήθηκαν οι τοπικοί μηχανισμοί εξουσίας – πελατείας; Ή διότι, πλέον, η αυτοδιοίκηση ασκεί εξουσία με πλούσια ύλη;
Με την παραπάνω επιφύλαξη θα έλεγα τα εξής: Πρώτον, παρατηρείται μια τάση που δεν είναι εντελώς νέα αλλά προβάλλει πολύ ενισχυμένη. Η υποστολή τής κομματικής σημαίας στα αυτοδιοικητικά ψηφοδέλτια που επικοινωνούν ή ταυτίζονται με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, γίνεται απαραίτητη προϋπόθεση για την προοπτική εκλογικής νίκης. Εκτιμώ ότι αυτό δεν γίνεται απλώς επειδή «πιάνει» στους ψηφοφόρους, αλλά επειδή είναι όρος και προϋπόθεση που βάζουν οι ίδιοι οι υποψήφιοι (δημοτικοί και περιφερειακοί) σύμβουλοι στους ηγήτορες των ψηφοδελτίων προκειμένου να συμμετάσχουν.
Δεύτερον, το οποίο συνδέεται με το πρώτο, τα αυτοδιοικητικά ψηφοδέλτια στις εκλογές του Μαΐου ήταν μεγάλα και κυρίως πολυσυλλεκτικά. Αν δει κανείς τους υποψήφιους συμβούλους στα ψηφοδέλτια που, κατόπιν εορτής, έσπευσαν να υιοθετήσουν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, θα διαπιστώσει ότι πολύ απέχουν από το να τα πει κανείς «φιλομνημονιακά».
Τρίτον, όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια εικόνα «θεσμοποιημένου λευκού ψηφοδελτίου», άρα και καταμετρήσιμου (!), στο οποίο όμως η υποστολή της κομματικής σημαίας συνιστά άλλοτε επιβεβλημένη υποχώρηση κι άλλοτε συγκαλυμμένη ήττα.
Τέταρτον, η πολιτικά ριψοκίνδυνη επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ στις αυτοδιοικητικές εκλογές να προβεί σε συνειδητή έπαρση σημαίας, ήταν μια πολιτικά έντιμη και υπεύθυνη κίνηση, μέσα από την οποία του δόθηκε και η ευκαιρία (με χαμηλό σχετικά κόστος) να αποτιμήσει το ελάχιστο των δυνάμεων του σε συνθήκες «απόλυτης, καθολικής και ολοκληρωτικής» σύγκρουσης και μάλιστα υπό συνθήκες δεύτερου γύρου που μόνο σε προεδρικά συστήματα βλέπει κανείς. Με δεδομένη και τη χειραγώγηση του χρόνου διεξαγωγής των εκλογών, το αποτέλεσμα που εισέπραξε δεν είναι καθόλου κακό. Πρέπει όμως να εξετάσει προσεκτικά τα αποτελέσματα του ριψοκίνδυνου αυτού εγχειρήματος. Η δική μου εκτίμηση είναι ότι εφεξής ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να δώσει άμεση προτεραιότητα στην τοπική και περιφερειακή του διείσδυση ώστε η πολιτική του επιρροή να αποκτήσει «στρατηγικό γεωγραφικό βάθος».

Αυτοδιοίκηση και μνημόνια

Σε άρθρα σου αναφέρεις ότι σε χώρες που διαθέτουν πολιτικά συστήματα με ικανή χωρική διαστρωμάτωση (Ισπανία, Ιταλία), ενεργοποιήθηκαν θεσμοί που ανέκοψαν την ορμή της νεοφιλελεύθερης «εργαλειοθήκης». Στην Ελλάδα ποια είναι η πραγματικότητα; Ο Καλλικράτης επιδείνωσε την κατάσταση και αν ναι πώς ακριβώς;


Πράγματι, στις χώρες που είχαν αναπτύξει συμπληρωματικές δομές τοπικού και περιφερειακού κράτους, με αντίστοιχη χωρική διαστρωμάτωση της αντιπροσώπευσης, η ορμή με την οποία εισέβαλε η εργαλειοθήκη του ύστερου νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού της λιτότητας, βρήκε εμπόδια και αναχώματα. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτον, τα πολιτικά αυτά υποσυστήματα λειτούργησαν σαν δυνάμεις εσωτερικού πολιτικού μετριασμού των αποφάσεων που άγρια απαιτούσαν οι δανειστές από τις εθνικές δομές εξουσίας. Δεύτερον, λειτούργησαν σαν δομές κοινωνικής ανακούφισης, αφού και οι αρμοδιότητες αλλά και οι πόροι που είχαν, τους επέτρεψαν να ανακόψουν την απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου, της απασχόλησης και, τελικώς, να αποτρέψουν την εμφάνιση φαινομένων ανθρωπιστικής κρίσης.
Στην Ελλάδα, από τον Καλλικράτη και μετά, ξεκίνησε μια προσπάθεια δημιουργίας τοπικών και περιφερειακών καρτέλ πολιτικής δύναμης που θα λειτουργούσαν σαν αποκεντρωμένοι βραχίονες του δικομματισμού. Το στρατήγημα αυτό δεν πρόλαβε να αναπτυχθεί στην πλήρη του μορφή, καθώς η κρίση και οι καταλυτικές της επιδράσεις στο παλαιό δικομματικό σύστημα ανέτρεψαν τους αρχικούς σχεδιασμούς. Στο πλαίσιο αυτού του, έστω ημιτελούς, εγχειρήματος έγινε μια συστηματική προσπάθεια εξασφάλισης της «πολιτικής συμμόρφωσης» της αυτοδιοίκησης. Αυτό, ως ένα βαθμό, επιτεύχθηκε κυρίως με την πλήρη πολιτική υποταγή της ΚΕΔΚΕ, η οποία στα χρόνια της κρίσης ουσιαστικά εξελίχθηκε σε πολιτικό ζόμπι. Άρα, θα έλεγα ότι ως προς την πρώτη λειτουργία τής αυτοδιοίκησης που παρατηρούμε στα κράτη με χωρικώς διαστρωματωμένα πολιτικά συστήματα, ο Καλλικράτης λειτούργησε στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση: της απρόσκοπτης εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών και όχι βέβαια του μετριασμού τους.

Να δούμε ξεχωριστά την Αριστερά, ιδίως τον ΣΥΡΙΖΑ. Παρατηρεί κανείς σοβαρές αντιφάσεις. Διακηρύσσει με σαφήνεια τη σημασία και την αξία τής αυτοδιοίκησης είναι φυσιογνωμικό του στοιχείο. Εντούτοις, άργησε πολύ να ενθαρρύνει, να συνεισφέρει σε κινήσεις ή ομάδες πολιτών που συγκροτούμενες σε αυτοδιοικητικές κινήσεις, οι οποίες θα είχαν δράση δίπλα στους πολίτες που υποφέρουν. Πώς εξηγείται; Πώς δεν είδε ότι έτσι θα στερούσε από τον αντίπαλο τη δυνατότητα να προβεί σε περαιτέρω ελιγμούς;
Κάνετε πολύ καλά και επισημαίνετε αυτό το στοιχείο. Πράγματι, εδώ υπάρχει ένα κενό το οποίο συνίσταται στο εξής. Από την μια πλευρά, η στρατηγική των μνημονιακών συγκυβερνήσεων διαμορφώθηκε στη βάση επιλογών εξοικονόμησης πολιτικού χρόνου, που αποσκοπούσε στην επιμήκυνση της δικής τους ημερομηνίας λήξης, αλλά και στην επιμήκυνση των χρονικών ορίων της κοινωνικής ανοχής. Αυτό άφησε πολιτικώς ακατοίκητους τους επιμέρους μικρο-χώρους της τοπικότητας.
Όμως, από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόλαβε ή δεν διέγνωσε έγκαιρα το κενό που δημιουργείται στον χωρικό άξονα της αντιπροσώπευσης, ώστε να παρέμβει και να εποικήσει αυτούς τους χώρους. Αυτό το κενό στον «αγωνιστικό χώρο» φάνηκε εξόφθαλμα στις αυτοδιοικητικές εκλογές και καλύφθηκε είτε εκ των ενόντων είτε με βάση την πεπατημένη του παρελθόντος, και αυτός είναι ο βασικός λόγος που σε πολλές περιοχές επικράτησαν σχήματα που ήδη κατείχαν την τοπική ή την περιφερειακή εξουσία.
Να είμαστε όμως και ρεαλιστές. Οι εξελίξεις ήταν εξαιρετικά ραγδαίες από το 2009-10 και μετά. Ένας οργανισμός που είχε συνηθίσει σε μια δίαιτα του 3-4%, ήταν δύσκολο να ικανοποιήσει ταυτοχρόνως και με επάρκεια όλα του τα «νέα καθήκοντα». Υπάρχει η αναγκαιότητα των υλικών όρων που κανείς δεν πρέπει να ξεχνάει. Όπως όλοι οι κοινωνικοί οργανισμοί, έτσι και τα κόμματα είναι πεπερασμένα μεγέθη. Το ζήτημα είναι η προσαρμοστικότητα και σ’ αυτό πρέπει να δοθεί έμφαση.
Ως προς τη σχέση της Αριστεράς με την αυτοδιοίκηση τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Εδώ υπάρχουν δύο μεγάλες παραδόσεις και έχει έρθει η ώρα για τη ριζοσπαστική αριστερά να διαλέξει με ποια παράδοση θα συνταχθεί. Από τη μια υπάρχει η παράδοση εκείνη που προκρίνει τον κεντρικό σχεδιασμό και τις βαριές δομές ενός κεντρικού πολιτικού διευθυντηρίου. Η παράδοση αυτή, άλλοτε σιωπηρά κι άλλοτε ρητά, βλέπει επιφυλακτικά, αν όχι εχθρικά, το τοπικό και την ιδιαιτερότητά του. Στην ιστορία της αριστεράς δεν λείπουν οι στιγμές που αυτή η άποψη ήταν κυρίαρχη· όπως και οι στιγμές που αμφισβητήθηκε με οξύτητα. Μια στοιχειώδης αναψηλάφηση της σινοσοβιετικής ρήξης είναι νομίζω αρκετή.
Από την άλλη, υπάρχει η παράδοση της αποκεντρωμένης κινητοποίησης του λαϊκού παράγοντα και των παραγωγικών πόρων της κοινωνίας, δηλαδή η παράδοση της ιστορικής ιταλικής αριστεράς και των συνεταιριστικών δομών της, η παράδοση του αυτοδιοικητικού ΕΑΜ και αργότερα της ΕΔΑ. Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης ο διάλογος με την παράδοση αυτή εξασθένησε και μερικές φορές διακόπηκε εντελώς. Η ανάπτυξη πάγιων και οργανικών δεσμών με την τοπικότητα θα πρέπει να βρεθεί και πάλι στο επίκεντρο της στρατηγικής της Αριστεράς. Είναι επιτακτικό.

Τρεις κάλπες, πόσες εκλογές

Συναφές με το παραπάνω, είναι και η συνθηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ όπως «τρεις κάλπες μια επιλογή» - καταφανώς δεν πέρασε - όπου αποκάλυπτε ότι η σύνδεση της αυτοδιοικητικής πολιτικής του με την τοπικότητα ήταν ασθενής. Αυτό, τελικά, επηρέασε τις επιδόσεις του; Επίσης, πώς λειτούργησε η απόδοση στις αυτοδιοικητικές εκλογές καθηκόντων που προσιδιάζουν στις γενικές εκλογές όπως «στις 25 ψηφίζουμε και στις 26 φεύγουν»;

Νομίζω ότι και τα δύο αυτά συνθήματα πρέπει να τα κατανοήσουμε στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης επιλογής για συνολική μετωπική αναμέτρηση, με εφόδιο αποκλειστικά και μόνο τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά με πολλούς ταυτοχρόνως αντίπαλους. Στη βάση αυτή είναι πολύ χρήσιμα τα συμπεράσματα που μπορούν να αντληθούν από την έκβαση αυτής της αναμέτρησης. Όμως, τα κεντρικά αυτά συνθήματα θα έπρεπε να συνοδευτούν από αντίστοιχα, εξίσου τολμηρά, που θα εξειδίκευαν το τοπικό περιεχόμενο της διακύβευσης. Εκεί νομίζω δεν δόθηκε το βάρος που έπρεπε να δοθεί.

Τα αποτελέσματα, παρ’ όλα αυτά, είναι θετικά με κορυφαία παραδείγματα δήμους στη Β΄ Αθήνας – Β΄ Πειραιώς και κυρίως την Περιφέρεια Αττικής. Υπάρχουν επίσης τώρα ισχυρές αυτοδιοικητικές παρεμβάσεις σχεδόν σ’ όλη τη χώρα. Πώς μπορεί να οργανωθούν αποδοτικά αυτές οι δυνάμεις;
Τα αποτελέσματα θα ήταν ακόμη καλύτερα αν ο δεύτερος βαθμός αυτοδιοίκησης ήταν στο νομαρχιακό κι όχι στο περιφερειακό επίπεδο. Η επιλογή τού Καλλικράτη να αναδείξει σε αυτοδιοικητική βαθμίδα την περιφέρεια κι όχι το νομό δεν ήταν καθόλου τυχαία. Τουναντίον, ήταν στρατηγική επιλογή. Η ταύτιση του δεύτερου βαθμού αυτοδιοίκησης με την κλίμακα εκείνη στην οποία γίνεται και η κατανομή / διανομή των διαρθρωτικών πόρων του ΕΣΠΑ, δημιούργησε συνθήκες ευνοϊκές για τη δημιουργία τοπικών και περιφερειακών διανεμητικών συμμαχιών σε συμπαιγνία με τα περιφερειακά καρτέλ πολιτικής δύναμης. Η διάσταση αυτή είναι πολύ σημαντική, όπως και η ανάγκη ουσιαστικού εκδημοκρατισμού του τρόπου με τον οποίο αποφασίζεται η κατανομή των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ.
Τα αποτελέσματα είναι πολύ σημαντικά – ειδικά στο λεκανοπέδιο, αλλά και σε μεσαίου μεγέθους δήμους της περιφέρειας. Η επικράτηση στην Περιφέρεια Αττικής, αλλά και η εξαιρετικά εντυπωσιακή επίδοση στο δήμο της Αθήνας είναι τροχιοδεικτικά σήματα της εκλογικής συμπεριφοράς. Ως τώρα, το ερώτημα που το επιφυλακτικό τμήμα της κοινωνίας διατύπωνε προς τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν: Και τι θα κάνετε
; Στους δήμους στους οποίους εκλέχθηκαν αυτοδιοικητικά σχήματα του ΣΥΡΙΖΑ, και κυρίως στην Περιφέρεια Αττικής, θα πρέπει να καταστρωθεί πολύ προσεκτικά ένα ειδικό πλέγμα παρεμβάσεων και οι περιοχές αυτές να λειτουργήσουν ως ειδικές πιλοτικές περιπτώσεις, που θα δείξουν στην κοινωνία τι μπορεί και τι πρέπει να προσδοκά από μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Νομίζω ότι οι άξονες πολιτικός εκδημοκρατισμός, κοινωνική δικαιοσύνη, διοικητική καινοτομία, ορθολογική διαχείριση είναι αυτοί που συμπυκνώνουν τα φλέγοντα αιτήματα και τις λαϊκές προσδοκίες.

Σε άρθρο σου στην «Αυγή» υποστήριζες ότι η πολιτική κινητοποίηση της τοπικότητας είναι απαραίτητη, εκτός των άλλων, ώστε η Αριστερά να μη γίνει απλώς διαχειριστής, αλλά δραστικός καταλύτης των εξελίξεων, εφόσον πάρει την κυβερνητική εξουσία. Τώρα αυτό είναι πιο εύκολο; Υπάρχουν «κανόνες» για να επιτευχθεί;
Αυτό συνιστά ουσιώδη όρο του πολιτικού μετασχηματισμού. Δεν είναι πιο εύκολο. Είναι όμως πιο πιθανό. Ειδικά αν τους κανόνες τους θέσει η ίδια η κοινωνία.

 

Γιάννης Δραγασάκης

Συνέντευξη στην εφημερίδα "Εποχή": "Να φανούμε αντάξιοι της εκλογικής νίκης"    1. 6. 2014



Στην πρώτη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις ευρωεκλογές το πνεύμα που επικράτησε ήταν «θετικό και ενθαρρυντικό, αλλά δεν μας αρκεί και δεν επαναπαυόμαστε». Στο ίδιο πνεύμα ο Γιάννης Δραγασάκης προχωρεί σε μια λεπτομερέστατη αναφορά τόσο στις εκτιμήσεις όσο και στα νέα καθήκοντα της περιόδου.

 

Τη συνέντευξη πήραν οι Π. Κλαυδιανός και Αδ. Ζαχαριάδης

 

  • Επιδέχονται τόσων πολλών ερμηνειών τα αποτελέσματα των εκλογών, έτσι ώστε όλοι να εμφανίζονται ευχαριστημένοι; Ποια είναι η δική σας ερμηνεία; Αποτελούν τομή στην πολιτική μας ιστορία;

Πρόκειται για μια ιστορική νίκη της Αριστεράς με ισχυρό συμβολισμό και μεγάλη σημασία, τόσο για τις εσωτερικές εξελίξεις όσο και για την Ευρώπη. Πρώτον, διότι δημιουργεί ένα νέο ιστορικό ορόσημο, αφού για πρώτη φορά ένα κόμμα της Αριστεράς αναδεικνύεται πρώτη δύναμη. Δεύτερον, γιατί το αποτέλεσμα των εκλογών, των αυτοδιοικητικών και των ευρωεκλογών από κοινού, δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη δυνατότητα να εδραιωθεί ως ένας ισχυρός πόλος της πολιτικής μας ζωής, ικανός να πρωταγωνιστεί σε Ελλάδα και Ευρώπη και να βάζει τη σφραγίδα του στις εξελίξεις. Τρίτον, διότι, με τα περισσότερα κόμματα να αντιμετωπίζουν κρίση ταυτότητας ή να αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο ρευστοποίησης, ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται ήδη σε  μια σταθερά του πολιτικού μας συστήματος και βασικό στήριγμα του λαού και της Δημοκρατίας.   

 

Το γεγονός ότι οι επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν να είναι ακόμη μεγαλύτερες και στις τρεις κάλπες, δεν μειώνει τη σημασία της επιτυχίας του. Πιστοποιεί όμως ότι οι εφεδρείες του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στην κοινωνία και οι δυνατότητες περαιτέρω ενίσχυσής του είναι ευρύτατες.     

  • Γιατί δεν προσεγγίσαμε, λοιπόν, αυτές τις εφεδρείες;

Οι εφεδρείες βρίσκονται μέσα στην κοινωνία, άρα για να τις προσεγγίσουμε πρέπει να πάμε εμείς στην κοινωνία και όχι να περιμένουμε να έρθει η κοινωνία σε εμάς. Πρέπει να πάμε στην κοινωνία όχι ως ομιλητές, αλλά ως συνομιλητές, με στόχο την οργάνωση του λαού με κάθε πρόσφορη συλλογική μορφή αντίστασης και δημιουργίας, για να περάσουμε από την κοινωνία των «Εγώ» στην κοινωνία των «Εμείς». Δεν αρκεί η σωτηριολογική ρητορική για τη σωτηρία του έθνους ή της τάξης.

 

Εδώ χρειάζεται μια αθόρυβη δουλειά μυρμηγκιού και ένα κόμμα που να έχει τη βούληση, την υπομονή, το σχέδιο και την ικανότητα να την οργανώσει.  Οι δημοτικές και  περιφερειακές επιδόσεις, μας έδειξαν ότι, παρά τα θετικά επιμέρους αποτελέσματα, οι δεσμοί μας με την κοινωνία δεν έχουν εκείνο το βάθος και εκείνη την πυκνότητα που χρειαζόμαστε. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος πρέπει, κατά την άποψή  μου, να καταστεί ο επόμενος άμεσος στόχος μας.

  • Μήπως όμως ο προεκλογικός στόχος που έβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ και το τελικό αποτέλεσμα εντείνει μια πιθανή απογοήτευση του κόσμου;

Όλα αυτά πρέπει να συζητηθούν και να αξιολογηθούν. Δεν θα πρέπει πάντως να υποτιμούμε και έναν συστηματικό ψυχολογικό πόλεμο που κάνουν οι αντίπαλοί μας, με στόχο αφενός να φοβίσουν τον κόσμο και αφετέρου να καλλιεργήσουν την αδυναμία του πολίτη να επηρεάσει τις εξελίξεις είτε ως εργαζόμενος που απεργεί είτε ως πολίτης που διαδηλώνει είτε ως ψηφοφόρος που ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ. Όμως η νευρικότητα που ήδη εκδηλώνεται στο κυβερνητικό στρατόπεδο και οι διεργασίες που φαίνεται να δρομολογούνται, δείχνουν ακριβώς το αντίθετο: η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ λειτουργεί ήδη ως παράγοντας εξελίξεων. Και οι εξελίξεις θα γίνουν ταχύτερες, αν η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ μετουσιώνεται ακόμη περισσότερο σε ένα κοινωνικο-πολιτικό κίνημα δημιουργικής ανατροπής του χρεοκοπημένου συστήματος και πολιτισμικής αναγέννησης της ελληνικής κοινωνίας.

 

 

                                               Νέα καθήκοντα για τον ΣΥΡΙΖΑ

  

  • Με βάση το παραδοσιακό «νέα κατάσταση, νέα καθήκοντα», ποια είναι τα πεδία που το κόμμα πρέπει να καλύψει προκειμένου να καλύψει τα κενά που έχει;

Αναφέρθηκα ήδη στην ανάγκη να κάνουμε πιο ισχυρές, διεισδυτικές και πυκνές τις σχέσεις μας με την κοινωνία και ιδιαίτερα με τα εργατικά και τα λαϊκά στρώματα, αλλά και τη νέα, καινοτόμα επιχειρηματικότητα. Αυτό όμως μας φέρνει στο «υποκείμενο» που θα τα κάνει αυτά. Σε πρώτο λοιπόν επίπεδο θα έβαζα τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Κατά την άποψή μου ο νέος ΣΥΡΙΖΑ είναι ήδη γεγονός. Εννοώ ότι ο νέος ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι απλά ένα ακόμη κόμμα, αλλά είναι ο κύριος φορέας της Αριστεράς, η κύρια έκφραση της Αριστεράς του 21ου αιώνα και ταυτόχρονα είναι  βασικός πόλος της πολιτικής μας ζωής. Άρα πρέπει να φέρουμε την οργανωτική του συγκρότηση, τη δημοκρατική και συλλογική του λειτουργία, την ιδεολογική και προγραμματική του ωρίμανση, την πολιτική μας κουλτούρα, την ψυχολογία και τις σχέσεις στο εσωτερικό του στα επίπεδα των υψηλών  απαιτήσεων και των μεγάλων ευθυνών που απορρέουν από το ρόλο που ο ίδιος ο κόσμος της Αριστεράς, οι νέοι και οι νέες, και οι ευρύτερες προοδευτικές πατριωτικές δυνάμεις αναθέτουν στον ΣΥΡΙΖΑ.

 

Πρέπει λοιπόν να επιβεβαιώσουμε το ιδρυτικό μας συμβόλαιο, ότι συνιδρύσαμε όλοι ισότιμα τον ΣΥΡΙΖΑ ως «ενιαίο φορέα», ότι θέλουμε να λειτουργεί με βάση τη δημοκρατική ισοτιμία των μελών και όχι των τάσεων ή των παραγόντων. Και πρέπει με τόλμη να αναγνωρίσουμε και να αντιμετωπίσουμε συλλογικά και δημοκρατικά ό,τι αμφισβητεί ή δυσκολεύει να γίνουν πράξη οι ιδρυτικές μας αρχές, αξιοποιώντας και τη συλλογική πείρα που αποκτήσαμε στο χρόνο που μεσολάβησε από το ιδρυτικό μας συνέδριο.              

  • Γιατί κάποια από αυτά δεν φαίνεται να τα συνειδητοποιεί το κόμμα και κυρίως η ηγεσία του;

Δεν είμαι βέβαιος αν αυτό είναι πρόβλημα μόνο ηγεσίας ή τρόπου συγκρότησης και λειτουργίας του κόμματος συνολικά. Ένα απλό παράδειγμα: το ότι θα είχαμε αυτοδιοικητικές εκλογές τον Μάιο του 2014 το γνωρίζαμε. Δεν ήταν κάποιος αιφνιδιασμός. Και μάλιστα υπήρξαν προτάσεις να προχωρήσουμε ήδη από το 2013 σε περιφερειακά προγραμματικά συνέδρια ή συνδιασκέψεις. Αν το κάναμε αυτό, θα ήμασταν πολύ πιο έτοιμοι για την εκλογική μάχη. Διότι όχι μόνο θα είχαμε καλύτερη προγραμματική προετοιμασία, αλλά κυρίως θα είχαμε χτίσει ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες από τα κάτω. Και όμως, οι εν λόγω προτάσεις θάφτηκαν σιωπηλά, ίσως γιατί οι διάφορες τάσεις του κόμματος είχαν η καθεμία τις δικές της ιδιαίτερες ιεραρχήσεις και προτεραιότητες, ενώ τα κεντρικά όργανα δεν είχαν τη βούληση ή το κύρος να επιβάλουν τον όποιο σχεδιασμό. Αυτό δείχνει ότι η διαδικασία ενιαιοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο απαιτητική και πιο μακρά απ’ ό,τι ενδεχομένως αρχικά υποθέσαμε.   

  • Σε συνεντεύξεις σου στην «Εποχή» πριν το ιδρυτικό συνέδριο είχες υποστηρίξει την ανάγκη για έναν ενιαίο και συνεκτικό ΣΥΡΙΖΑ χωρίς «κόμματα» ή κλειστές οργανωτικές δομές στο εσωτερικό του. Θεωρείς αναγκαίο και εφικτό  το στόχο αυτόν και σήμερα;

Νομίζω ότι την απάντηση την έχει δώσει η ίδια η ζωή. Η ανάγκη για έναν ΣΥΡΙΖΑ επί της ουσίας ενιαίο και συνεκτικό αποτελεί πλέον κοινή συνείδηση. Το μόνο που θα ήθελα να προσθέσω, είναι ότι η ανάγκη αυτή, στη δική μου αντίληψη, προκύπτει από τις απαιτήσεις του μέλλοντος και όχι από τα πρότυπα του παρελθόντος. Χωρίς τις αναγκαίες θεωρητικές αναλύσεις, περιορίζομαι στη διαπίστωση ότι λόγω αλλαγών στη ταξική δομή, τον τρόπο ζωής, την κουλτούρα και άλλους παράγοντες, την νέα μορφή της Αριστεράς, την Αριστερά του 21ου αιώνα μπορούμε να  την φαντασθούμε  όχι ως ένα τυπικό, κλειστό, ιεραρχικό, μονολιθικό κόμμα, αλλά ως έναν αστερισμό ή ως ένα δίκτυο τυπικών και άτυπων οργανώσεων, κινημάτων  και συλλογικοτήτων με υψηλούς βαθμούς αυτονομίας η καθεμία και διαφορετικούς βαθμούς συνάφειας μεταξύ τους και με τον ΣΥΡΙΖΑ. Όλος αυτός ο «χώρος», για να γίνει πολιτική δύναμη, έχει ανάγκη από ενιαία κατεύθυνση, προοπτική και πολιτικό σχέδιο.  

 

Ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ είναι λοιπόν ακριβώς αυτός: να προτείνει ενιαία κατεύθυνση, να δίνει κοινή προοπτική, να εμπνέει ένα νέο κοινωνικο-πολιτικό ήθος και με το πολιτικό του σχέδιο να αποτελεί τον συνεκτικό κρίκο αυτού του πολύμορφου αστερισμού. Αυτόν τον κατευθυντήριο ηθικο-πολιτικό και συνεκτικό ρόλο μόνο ένας ενιαίος και συνεκτικός ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να τον διαδραματίσει. Μόνο ένας ΣΥΡΙΖΑ που εσωτερικά λειτουργεί ως «κοινότητα» και όχι ως «κοινοπραξία», μπορεί να εμπνεύσει το νέο κοινωνικό και πολιτικό φρόνημα που θα αποτελέσει το ευρύτερο ενοποιητικό πλαίσιο αυτού του αστερισμού. Και μόνον έτσι μπορούμε να κατακτήσουμε αυτοδυναμία, όχι μόνο κοινοβουλευτική αλλά και κοινωνική.             

 

                                                        Αυτοδυναμία και συμμαχίες

  • Ουσιαστικά θέτεις ορισμένα ζητήματα που αφορούν τη δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να διαμορφώσει δυναμική αυτοδυναμίας, δεδομένου ότι δεν φαίνονται να υπάρχουν και πιθανοί σύμμαχοι.

Δεν υπάρχει δίλημμα «ή αυτοδυναμία ή συμμαχίες». Τα χρειαζόμαστε και τα δύο.  Χρειαζόμαστε αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να αποφύγουμε παγιδεύσεις σε κυβερνήσεις συνεργασίας, οι οποίες ενδεχομένως δεν θα μας επιτρέπουν να εφαρμόσουμε το πρόγραμμά μας. Αλλά, έχοντας κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, θα πρέπει να είμαστε ανοικτοί και να επιδιώκουμε ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες για το σύνολο του προγράμματός μας ή για επιμέρους ρήξεις με κατεστημένα συμφέροντα και πρακτικές.    

 

Την επομένη των εκλογών ο Αλέξης Τσίπρας έθεσε ζητήματα που αφορούν τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και τον Ευρωπαίο Επίτροπο. Υπάρχει η βούληση να μπει ο ΣΥΡΙΖΑ σε διαδικασία συνεννόησης για τέτοια θέματα;

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί το 1/3 του εκλογικού σώματος. Αυτή είναι μια δύναμη που μας έδωσε ο λαός και εμείς θα την χρησιμοποιήσουμε προς όφελός του. Πέραν αυτού, υπάρχουν ορισμένες αποφάσεις που θα δεσμεύουν τη χώρα σε μακρύ χρονικό ορίζοντα. Για παράδειγμα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας διορίζεται για έξι χρόνια. Δεν πρέπει η αντιπολίτευση να έχει κάποια γνώμη; Θα λάβει η κυβέρνηση τέτοιου είδους αποφάσεις ερήμην της αντιπολίτευσης; Εμείς θέλουμε να έχουμε και άποψη και λόγο σε αυτού του είδους τις αποφάσεις. Θέλω να ρωτήσω όσους διαμαρτύρονται: για ποιον λόγο το Σύνταγμα της χώρας προβλέπει τέτοιες συνεννοήσεις και πρόνοιες για τους επικεφαλής των ανεξαρτήτων αρχών; Οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν είναι ανησυχητικές ακριβώς γιατί δείχνουν μια αυταρχική αντίληψη για τη δημοκρατία.

  • Σας κατηγορούν, όμως, ότι αρνείστε να συμμετάσχετε στην διαπραγματευτική ομάδα για το χρέος.

Αν δεν με απατά η μνήμη μου, ο κ. Βενιζέλος είναι αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, η οποία όχι μόνο δεν διεκδικεί τίποτε, αλλά έως πρόσφατα καθύβριζε τον ΣΥΡΙΖΑ και μας κατηγορούσε για ανευθυνότητα, επειδή θέταμε θέμα κουρέματος του χρέους. Για ποια διαπραγμάτευση λοιπόν και ποια διαπραγματευτική ομάδα μιλούν;  

 

  • Πώς σχολιάζετε τον τρόπο που κινήθηκε εκλογικά το ΚΚΕ, αλλά και το αποτέλεσμα της ΔΗΜΑΡ που έφερε αναταράξεις στο εσωτερικό της;

Η ΔΗΜΑΡ δεν πλήρωσε γενικά την «αμφισημία» της, όπως λέγεται. Πλήρωσε την εχθρική στάση της προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν συνειδητοποίησε την απλή αλήθεια ότι δεν μπορεί να υπάρξει Αριστερά ή Κεντροαριστερά ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, πέρα από την ήττα, υπάρχει και η συντριβή. Και πέρα από τη συντριβή υπάρχει και ο ευτελισμός. Η εξυπηρέτηση δηλαδή ιδιοτελών και μικροκομματικών σχεδίων. Θεωρώ θετικό που αρκετά στελέχη της ΔΗΜΑΡ, αν και όχι όλα, φαίνεται να συνειδητοποιούν τον κίνδυνο αυτόν.

 

Κάτι ανάλογο ισχύει και με το ΚΚΕ. Αν το ΚΚΕ συνεχίσει την πολεμική του -απολίτικη ή παραπολιτική σε μεγάλο βαθμό- προς τον ΣΥΡΙΖΑ θα αντιμετωπίσει προβλήματα, ενδεχομένως ακόμη και επιβίωσης. Για να αποφύγει τον κίνδυνο αυτόν το ΚΚΕ, πρέπει, κατά την γνώμη μου, να αλλάξει γραμμή. Αντί να βάζει στο ίδιο τσουβάλι τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Δεξιά, πρέπει να πολεμά την Δεξιά και να έχει κριτική αλλά και εποικοδομητική στάση προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό έκανε το ΚΚΕ του Χ. Φλωράκη το 1981 με το ΠΑΣΟΚ και όχι μόνο δεν συμπιέστηκε, αλλά είχε και σημαντική αύξηση στις εκλογές του ’81, παρά την πρωτοφανή και οξύτατη πόλωση.

  • Το ΚΚΕ πάντως, δηλαδή η ηγεσία του, θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ ως την νέα σοσιαλδημοκρατία και έτσι δικαιολογεί τη στάση του.

Αυτό είναι ένα δομικό λάθος της ανάλυσης του ΚΚΕ. Επί είκοσι και πάνω χρόνια η ηγεσία του ΚΚΕ έλεγε ότι ο Συνασπισμός, και μετά ο ΣΥΡΙΖΑ, θα αφομοιωθεί από το ΠΑΣΟΚ. Ποτέ δεν κατανόησε την αντοχή του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ, και ποτέ δεν προέβλεψε την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ. Ούτε και τώρα ακούγεται κάποια αυτοκριτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποδείχτηκε άτρωτος από την κριτική του ΚΚΕ. Διότι δημιουργήθηκε πάνω στη διπλή άρνηση τόσο της σοσιαλδημοκρατίας, που πήρε τη μορφή ενός «σοσιαλφιλελευθερισμού» και αφομοιώθηκε από τη διαχείριση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, όσο και του δογματικού κομμουνισμού, που πήρε τη μορφή των αυταρχικών καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που χρεοκόπησαν.

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, δεν είναι η αναβίωση, αλλά η υπέρβαση της σοσιαλδημοκρατίας, είναι η διπλή υπέρβαση αυτών των δύο ιστορικών ρευμάτων που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα. Κι ενώ τίποτε δεν έχει κριθεί οριστικά ακόμη, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει όλες τις δυνατότητες να αποδειχτεί η νέα σύνθεση των θετικών εμπειριών του παρελθόντος, η σύγχρονη απάντηση της Αριστεράς στις προκλήσεις της εποχής μας, η νέα Αριστερά του 21ου αιώνα.

 

Το ΚΚΕ μπορεί να μας κάνει όση κριτική θέλει, και την έχουμε ανάγκη αν είναι ουσιαστική. Δεν μπορεί όμως να είναι απέναντι από τον ΣΥΡΙΖΑ. Διότι αν είναι απέναντι από τον ΣΥΡΙΖΑ, θα είναι δίπλα στον Σαμαρά, και ο αριστερός κόσμος αυτό δεν το αντέχει.

 

 

Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Απειλή ιστορικού μαρασμού

Του Νικου Γ. Ξυδακη



Ποια είναι τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα για το αμέσως επόμενο διάστημα στην Ελλάδα; Κατά τη γνώμη μας, δύο, ένα μετρήσιμο και ένα μη μετρήσιμο, και τα δύο όμως βόμβες στα θεμέλια: η ανεργία και ο διχασμός -μάλλον, κερματισμός- της κοινωνίας.
Οι τελευταίες εκθέσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και του ΙΟΒΕ καταγράφουν τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση της οικονομίας και μια ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα. Η ανεργία τον φετινό Οκτώβριο έφτασε το 26,8%, έναντι του 19,7% τον αντίστοιχο περσινό μήνα. Ο ρυθμός αύξησης είναι τρομακτικός: 2,6% μηνιαίως. Αν διατηρηθεί αυτός ο ρυθμός, τον Οκτώβριο του 2013 οι άνεργοι θα είναι το 36,5% - περισσότερο από το ένα τρίτο του ενεργού πληθυσμού θα είναι εκτός εργασίας, εκτός βιοπορισμού.
Οι δείκτες ανεργίας και ύφεσης αντιστοιχούν στους δείκτες της αμερικανικής Μεγάλης Υφεσης, μετά το Κραχ του 1929. Αμερικανοί αναλυτές που παρακολουθούν με ανησυχία την Ευρώπη, υπολογίζουν ότι για να επανέλθει η ανεργία στα κοινωνικώς αποδεκτά επίπεδα του 7,5%, όσο δηλαδή μετριόταν η ανεργία στην Ελλάδα το 2007, θα απαιτηθούν είκοσι χρόνια. Είκοσι χρόνια είναι πολύ μακρύς χρόνος, είναι περίπου μια γενιά: πρώτος είχε μιλήσει για μισή ή μία χαμένη γενιά Ελλήνων ο οικονομολόγος Τομάσο Πάντοα Σιόπα, πρώην υπουργός στην Ιταλία και σύμβουλος του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος είχε προβλέψει μια δεκαπενταετία πτώσης ήδη το 2010. Ο δε πρώην πρόεδρος της Bundesbank Aξελ Βέμπερ είχε εκτιμήσει ότι η κρίση χρέους θα ταλανίζει την Ελλάδα για την επόμενη τριακονταετία.
Πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν άνθρωποι. Το 26,8% αντιστοιχεί σε περίπου 1,35 εκατομμύρια συμπολίτες, επί συνόλου 5 εκατομμυρίων ενεργού πληθυσμού· 1,35 εκατομμύρια νοικοκυριά, οικογένειες, στερούνται το βασικό ή το αναγκαίο συμπληρωματικό εισόδημα για να επιβιώσουν. Αλλιώς: 3,64 εκατομμύρια εργαζόμενοι πρέπει να παράγουν πλούτο ικανό να θρέψει 11 εκατομμύρια Ελληνες. Δεν γίνεται.
Αυτή η αριθμητική αφόρητης ένδειας μας οδηγεί αναπόφευκτα στις μη μετρήσιμες αλλά εξίσου αισθητές συνέπειές της: στον διχασμό, τον κερματισμό του κοινωνικού σώματος. Εξαιτίας της κρίσης η Ελλάδα χάνει οδυνηρά ό,τι είχε κατακτήσει με κόπο τη μεταπολεμική περίοδο: υψηλή κοινωνική ομοιογένεια, διαταξική κινητικότητα και μια ευρύτατη μικρομεσαία τάξη. Οι πιο αδύναμοι κρίκοι των μικρομεσαίων στρωμάτων πληβειοποιούνται, τα χάνουν όλα, ενώ και τα μεσαία στρώματα φτωχοποιούνται, χάνουν τα προστατευτικά μαξιλάρια των σταθερών εισοδημάτων και των αποταμιεύσεων και ήδη απειλείται σοβαρά το τελευταίο οχυρό και ταυτοποιητικό στοιχείο, η ακίνητη περιουσία.
Αυτός ο μείζων κοινωνικός μετασχηματισμός ασφαλώς θα εκφραστεί και πολιτικά. Ηδη οι ψηφοφόροι μετατοπίστηκαν μαζικά προς τα άκρα του συμβατικού φάσματος, καθώς η κεντρώα έκφραση κατέρρευσε ηθικά. Η μετατόπιση δεν εκφράζει μόνο την ψήφο· εκφράζει και την οργή, την απόγνωση, τον φόβο, την ελπίδα και, για πρώτη φορά με τέτοια ένταση, τον ταξικό διαχωρισμό. Ο εμφιλοχωρών διχασμός δεν έχει ιδεολογικούς ή πολιτικούς χαρακτήρες, όσο κοινωνικούς και οικονομικούς, δηλαδή ταξικούς. Ακόμη πιο ωμά: οι πεπτωκότες, οι κατεστραμμένοι, οι μη έχοντες ούτε εισόδημα ούτε ελπίδα βραχυπρόθεσμης ανάταξης, βρίσκονται αποκομμένοι από το υπόλοιπο όλον των εχόντων κάτι, βρίσκονται απέναντι, καχύποπτοι και ενάντιοι. Οσο η υπόλοιπη κοινωνία των εχόντων -κάτι ή πολύ- δεν καταφέρνει να ανασχέσει την ερείπωση και να αναδιοχετεύσει μέριμνα, υλική ανακούφιση και εργασία προς τους ανέργους, το ενδεχόμενο ρήξεων θα ενισχύεται.
Συναφές και ίσως πιο ανησυχητικό για το μέλλον, με όρους εθνικούς-ιστορικούς, είναι το φαινόμενο της νεανικής ανεργίας, που φτάνει πια το 56% στις ηλικίες 15-25. Γνωρίζουμε από το κοντινό περιβάλλον μας, πόσο οδυνηρή είναι η ανεργία του πενηντάχρονου: πιθανότατα δεν θα ξαναβρεί ποτέ δουλειά με πλήρεις αποδοχές. Η ανεργία στους νέους δεν είναι τόσο φανερά επώδυνη· ακουμπάνε στην οικογένεια, οι ανάγκες είναι μικρότερες. Είναι όμως πιο ύπουλη και υπονομευτική: ο μακροχρόνιος αποκλεισμός από την είσοδο στην εργασία αναστέλλει βίαια μια αναγκαία τελετή ενηλικίωσης, ψαλιδίζει τα όνειρα, την αυτοπεποίθηση, τη δημιουργικότητα. Κι όχι μόνο κολοβώνει τα νεαρά άτομα σε προσωπικό επίπεδο, αλλά στερεί και την κοινωνία από τις απολύτως αναγκαίες δυνάμεις ανανέωσης: Πώς αλλιώς θα ανανεώσει το έμψυχο δυναμικό της μια κοινωνία στην παραγωγή, στην επιστήμη, στην τέχνη, στις ηγετικές ελίτ; Πολύ περισσότερο που η Ελλάδα φθίνει δημογραφικά. Προβάλλοντας πάνω στην υπογεννητικότητα, πάνω σε έναν γερασμένο πληθυσμό, τον καλπάζοντα δείκτη νεανικής ανεργίας και αποκλεισμού, η εξαγόμενη εικόνα είναι ζοφερή. Οι μεσήλικες κουρασμένοι και άνεργοι, οι νέοι άνεργοι ή μετανάστες. Κινδυνεύουμε σαν λαός, σαν έθνος, να μπούμε σε τροχιά ιστορικού μαρασμού.
Κασσανδρικές προβλέψεις; Ναι, εφόσον ισχύσουν οι προβολές του δυσχερούς παρόντος στον μέλλοντα χρόνο. Γνωρίζουμε όμως ότι η ιστορία δεν εξελίσσεται γραμμικά· ρήξεις και ασυνέχειες, επώδυνες συχνά, εκτρέπουν τη ροή προς άλλες, απρόσμενες κατευθύνσεις. Στο μέτρο που μας επιτρέπεται, διότι η Ελλάδα δεν πορεύεται μόνη της αλλά εξαρτώμενη σε πολλά από άλλους, οφείλουμε να κατανοήσουμε τους κινδύνους καταρχάς, και να δράσουμε αποτρεπτικά: να διαφυλάξουμε την κοινωνική συνοχή, ανακουφίζοντας τους αδύναμους και ανανεώνοντας το συλλογικό φρόνημα. Με δικαιοσύνη και αναδιανομή. Για να επηρεάσουμε κατά το δυνατόν την ιστορική ροή, δηλαδή τη μοίρα μας.

Απασχόληση και αριστερή πολιτική

  •  15.03.2014
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Προχθές το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ παρουσίασε την έκθεση που εκπόνησε το Levy Institute, με τη συνδρομή του ΙΝΕ, για την καταπολέμηση της μαζικής ανεργίας μέσα από ένα Πρόγραμμα Εγγυημένης Εργασίας, με σκοπό την άμεση δημιουργία 250.000 έως 700.000 θέσεων εργασίας. Η συλλογιστική που αναπτύσσεται στην έκθεση είναι ότι το κράτος θα πρέπει να εγγυάται την παροχή εργασίας με έναν ελάχιστο μισθό, με σκοπό τη δημιουργία δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, σε οποιονδήποτε μακροχρόνια, κυρίως, άνεργο είναι πρόθυμος να εργαστεί.
Πρόκειται για μία ριζοσπαστική πρόταση που επικεντρώνει την οικονομική πολιτική στην απασχόληση, προκειμένου να δημιουργήσει μελλοντικά μόνιμες θέσεις εργασίας μέσω της οικονομικής ανάπτυξης. Δηλαδή δεν προτάσσει την οικονομική ανάπτυξη στην αύξηση της απασχόλησης, αλλά αντίθετα καθιστά την πολιτική απασχόλησης λοκομοτίβα της ανάκαμψης της οικονομίας, θεωρώντας πως με τη διάλυση του παραγωγικού ιστού και την αδυναμία χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα το μεγάλο πρόβλημα είναι η έλλειψη ζήτησης κι αυτήν ακριβώς έρχεται να καλύψει ο δημόσιος τομέας με το Πρόγραμμα Εγγυημένης Εργασίας.
Ενώ, λοιπόν, στην παρουσίαση μιας τόσο σημαντικής έκθεσης από το ίδιο το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ συμμετείχαν και σχολίασαν καθηγητές οικονομολόγοι απ' όλο το πολιτικό φάσμα, εντυπωσιακή ήταν η απουσία των συνδικαλιστών της ΓΣΕΕ, οι οποίοι έτσι εκδήλωσαν τη δυσπιστία, καχυποψία ή και προκατάληψή τους στις σχετικές προτάσεις.
Σαν εξαίρεση στον κανόνα, ωστόσο, ένας συνδικαλιστής ερώτησε (α) πού θα βρεθούν τα χρήματα για ένα τέτοιο πρόγραμμα, (β) γιατί δεν προτείνεται παράλληλα η αύξηση των μισθών, η αποκατάσταση των εργασιακών σχέσεων, η χρηματοδοτική ενίσχυση των ΜΜΕ κ.λπ., (γ) γιατί εφ' όσον στόχος είναι η κοινωφελής-δημόσια εργασία δεν προτείνεται κατ' ευθείαν η ανασυγκρότηση του δημόσιου τομέα για τη μαζική απορρόφηση της ανεργίας, (δ) γιατί προτείνεται απασχόληση 11 μηνών και όχι σταθερή και πλήρης απασχόληση και (ε) τι θα γίνει με τους υπόλοιπους εκτός προγράμματος ανέργους;
Απαντήσεις σε ορισμένα από τα ερωτήματα αυτά δίνει η ίδια η έκθεση, όταν π.χ. στο ζήτημα της χρηματοδότησης προτείνει την ανάγκη δημιουργίας σχετικού Ευρωπαϊκού Ταμείου, την έκδοση ομολόγων ειδικού σκοπού μηδενικού κουπονιού (με ενέχυρο φορολογικά έσοδα), ή την αναστολή πληρωμής τόκων για ένα χρόνο. Επίσης, η 11μηνη απασχόληση, που μπορεί να γίνει και 12μηνη, θεωρεί πως πρέπει να συνοδεύεται με πλήρη εξασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων, ενώ όταν υπολογίζει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ είναι προφανές πως υπολογίζει σε 28% αύξηση του κατώτατου μισθού και συνακόλουθα σε μικρότερο βαθμό όλων των μισθών.
Όμως, η πρόταση Levy-ΙΝΕ δεν φιλοδοξεί να υποκαταστήσει τη συνολική στρατηγική για την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, αλλά απλά να αποτελέσει βασικό μέρος της. Συνεπώς, δεν απαντά σε όλα τα ζητήματα ανασχεδιασμού της οικονομίας, αλλά στο πώς θα δοθεί μία σημαντική αρχική ώθηση για την επανεκκίνησή της. Επιπλέον δεν εντάσσεται σε κάποιο σοσιαλιστικό πρόγραμμα πλήρους υποκατάστασης του Δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα, αλλά δημιουργίας γόνιμων συνθηκών εκ μέρους του πρώτου για την ενδυνάμωση και επαναλειτουργία του δεύτερου. Το κράτος εγγυάται εργασία την οποία μπορούν να παρέχουν και ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Σημαίνει αυτό πως δεν ενδιαφέρει τον κόσμο της εργασίας ή πως δεν μπορεί να αποτελέσει συστατικό στοιχείο ενός αριστερού προγράμματος; Όχι βεβαίως.
 Γιατί το βασικό πρόβλημα σήμερα της ελληνικής κοινωνίας είναι ο δραστικός περιορισμός της μαζικής ανεργίας και η αποτροπή απαξίωσης του ανθρώπινου «κεφαλαίου» της. Κι εδώ η πρόταση Levy-ΙΝΕ προσφέρει ήδη πολλά.
*Άρθρο του Κώστα Καλλωνιάτη από τη στήλη "ΕΝ - στάσεις", 14.3.2014


Κώστας Δουζίνας “Η Δημοκρατία στην Ελλάδα βρίσκεται σε κίνδυνο”

«Η κρίση στην Ελλάδα θέτει σοβαρές απειλές για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. (…) Η κυβέρνηση συνεχίζει να ανέχεται τη βία και τα κηρύγματα μίσους του νεοναζιστικού κόμματος Χρυσή Αυγή. (…) Το Ευρωπαϊκό και το Συνταγματικό Δίκαιο παραβιάζονται επίμονα. (…) Είμαστε βαθιά ανήσυχοι ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες, για τα οποία οι Ελληνες έχουν αγωνιστεί για δεκαετίες, υπονομεύονται».
Το παραπάνω είναι απόσπασμα ενός ψηφίσματος που δημοσιεύτηκε την περασμένη βδομάδα στην εφημερίδα «Guardian» και έχει συγκεντρώσει ήδη περισσότερες από τρεις χιλιάδες υπογραφές Ευρωπαίων πολιτών. H πρωτοβουλία ανήκει σε μια ομάδα Ελλήνων του Λονδίνου και στηρίζεται από διανοουμένους διεθνούς κύρους, όπως ο George Bizos, ο βουλευτής Jon Cruddas, οι καθηγητές Κώστας Δουζίνας, Peter Mackridge, Donald Sassoon, Gillian Slovo κ.ά.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στην «Εφ.Συν.» ο πολιτικός φιλόσοφος και διευθυντής του Κέντρου Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Birkbeck του Λονδίνου, Κώστας Δουζίνας, επισημαίνει πως το ζήτημα της απειλούμενης δημοκρατίας είναι σημαντικότερο και από την οικονομική επιβίωση της χώρας και προειδοποιεί πως η κοινωνική πίεση είναι πλέον οριακή.
Συνέντευξη στον Ματθαίο Τσιμιτάκη
-Η Ελλάδα βρίσκεται στο μέσον της οικονομικής κρίσης, εντούτοις διαθέτει μια εκλεγμένη κυβέρνηση. Πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι κινδυνεύει η δημοκρατία;

«Περισσότερο και από την οικονομική επιβίωση της χώρας. Πρόκειται για μια αυξανόμενη απειλή που ξεκίνησε πριν από την οικονομική κρίση, όταν οικονομολόγοι και τεχνοκράτες άρχισαν να παίρνουν αποφάσεις για τις πολιτικές που θα ασκούνται στη χώρα. Πλέον οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται από την κυβέρνηση και την τρόικα σε μυστικές διαβουλεύσεις, ενώ η περιθωριοποιημένη Βουλή άλλοτε καλείται να επικυρώσει αυτές τις αποφάσεις και άλλοτε όχι. Αυτό το πλαίσιο λειτουργίας έχει οδηγήσει σε παραβίαση βασικών κοινωνικών και οικονομικών ελευθεριών -κατάργηση συλλογικών συμβάσεων εργασίας, συνεχής μείωση του κατώτατου μισθού, εισαγωγή των ΕΟΖ, στις οποίες δεν αναγνωρίζεται κανένα εργασιακό δικαίωμα, και απομείωση των βασικών συνθηκών διαβίωσης. Συνεπεία των παραπάνω έρχεται και η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αστυνομία, διαβρωμένη από φασιστικά στοιχεία, προχωράει σε βασανισμούς, επιθέσεις σε διαδηλωτές, μετανάστες κ.ο.κ. Την ευθύνη για αυτή την κατάσταση φέρουν οι κυβερνήσεις που προηγήθηκαν, οι οποίες προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την υφέρπουσα ξενοφοβία με αστυνομικές επιχειρήσεις, όπως ο Ξένιος Δίας».
-Εντούτοις αυτά συμβαίνουν μέσα στην Ε.Ε. η οποία αποτελεί ορόσημο του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, συνεπώς μπορεί να υποθέσει κανείς πως πρόκειται για παροδικά φαινόμενα.
«Το κράτος πρόνοιας είναι ευρωπαϊκή εφεύρεση του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα και αποτελεί νίκη του προοδευτικού κινήματος που συν τω χρόνω μεταφράστηκε σε συγκεκριμένες συνταγματικές εγγυήσεις. Αυτή η Ευρώπη καταστράφηκε τη δεκαετία του ’80. Η κυρίαρχη άποψη πλέον είναι πως κάθε πλευρά του δημόσιου βίου πρέπει να υποταχθεί στη λογική των αγορών ακόμα και βίαια, αν δεν γίνεται διαφορετικά. Συνέβη στη Λατινική Αμερική και την Αφρική τις προηγούμενες δεκαετίες και τώρα γίνεται στην Ελλάδα, η οποία αποτελεί το πειραματόζωο αυτού του νέου τρόπου ρύθμισης των υποθέσεων. Ο ελληνικός και ο κυπριακός λαός είναι αντιμέτωποι με μια Ε.Ε. που δεν έχει σχέση με την Ευρώπη της αλληλεγγύης, της ισότητας και της ευημερίας που ευαγγελίστηκε η ΕΟΚ του ’50 και του ’60».
-Πόση σχέση έχει ο τεχνοκρατικός λόγος της ΤΙΝΑ («δεν υπάρχει εναλλακτική») με τον φασισμό που αναβιώνει στην Ελλάδα;
«Δεν υπάρχει υποχρεωτικά αιτιακή σχέση μεταξύ των δύο. Ομως είναι αλήθεια πως όταν μια ολόκληρη κοινωνική οργάνωση καθορίζεται από τον δήθεν αντικειμενικό λόγο των τεχνοκρατών και αυτός αποτυγχάνει, τότε δημιουργείται ένα έλλειμμα νομιμοποίησης. Σε αυτό το έλλειμμα, που στην Ελλάδα είναι πολύ ισχυρό και συνδυάζεται με την εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, αναπτύσσεται ο φασιστικός λόγος είτε σαν ξενοφοβία είτε ως ρατσισμός, εθνικισμός και ακόμα ναζισμός. Ομως η ίδια διαδικασία δημιουργεί μια ευκαιρία και για τις ριζοσπαστικές δυνάμεις.
Στην Ευρώπη σήμερα αποσύρεται η αποδοχή του πολιτικού συστήματος και διαρρηγνύεται η κοινωνική συναίνεση. Δεν έχουμε απλώς κινήματα διεκδίκησης, αλλά κινήματα αμφισβήτησης που αφαιρούν τη βάση του κοινωνικού συμβολαίου, το οποίο επιτρέπει στο πολιτικό σύστημα να λειτουργεί κανονικά. Αυτό φάνηκε το 2011 με την ευρωπαϊκή άνοιξη, η οποία, ακολουθώντας την Τυνησία και την Αίγυπτο, απλώθηκε σε Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία και το κίνημα occupy στις ΗΠΑ. Τώρα ακολουθεί ένα δεύτερο κύμα με μεγάλες κινητοποιήσεις σε Πορτογαλία και Ισπανία, την ανατροπή των κυβερνήσεων σε Σλοβενία και Βουλγαρία και βεβαίως το -αρχικό έστω- “όχι” της Κύπρου, που αποκτά συμβολική αξία αφού φάνηκε η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου να απορρίπτει τις ευρωπαϊκές προτάσεις και την τρόικα. Παρ’ ότι η πρώτη συμφωνία πήγε στο κυπριακό Κοινοβούλιο και απορρίφθηκε από το σύνολο των κομμάτων, η δεύτερη δεν περνάει από κανενός είδους δημοκρατική νομιμοποίηση. Εχουμε πλέον το τέλος του τέλους της Ιστορίας που διακηρύχθηκε στα 1990 και αυτό δίνει τη δυνατότητα στους λαούς που τους είχε επιβληθεί μια παθητική αντιμετώπιση της πολιτικής να τη φέρουν ξανά στο προσκήνιο».
-Στην Ελλάδα βρίσκεται σε εξέλιξη μια μεγάλη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση, η οποία θα μπορούσε να επαναθεμελιώσει το κοινωνικό συμβόλαιο. Ποια είναι η γνώμη σας;
«Είναι άλλη μια μορφή έκφρασης της τεχνοκρατικής λογικής. Νομίζουμε ότι μπορούμε να αναθέσουμε σημαντικά κοινωνικά προβλήματα σε ειδικούς -τους συνταγματολόγους εν προκειμένω- και να μας βρουν λύσεις. Το Σύνταγμα περιέχει μεν τις βασικές θεσμικές κατανοήσεις που υπάρχουν εδώ και διακόσια χρόνια στην Ευρώπη, όμως ταυτόχρονα συμπυκνώνει μια σειρά κοινωνικών ισορροπιών, τη στιγμή που περνάει. Εκεί που παίζονται οι μεγάλες κοινωνικές εντάσεις, όπως η σχέση κεφαλαίου-εργασίας ή η σχέση κρατικής οντότητας και διεθνών οργανισμών, είναι ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων που επιβάλλει τη λογική του και όχι το Σύνταγμα. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ακόμα και για συντακτική εθνοσυνέλευση, εφόσον στο κοινωνικό γίγνεσθαι υπάρξει μια σημαντικά διαφορετική λογική, η οποία ζητά τη θεσμική της εκπροσώπηση.
Υπό αυτό το πρίσμα η Ελλάδα έχει μια μοναδική ευκαιρία στον δυτικό κόσμο αυτή τη στιγμή να φανταστεί ξανά την οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων. Νέοι πολιτικοί τρόποι όπως εκφράστηκαν στις πλατείες και στα κινήματα εναλλακτικής οικονομίας, στις κουπερατίβες και τις κολεκτίβες στα εργοστάσια μας επιτρέπουν να χρησιμοποιήσουμε τη θεσμική μας φαντασία προκειμένου να συζητήσουμε όχι μόνο πώς θα βελτιώσουμε τα πράγματα, αλλά πώς θα διαμορφώσουμε έναν νέο δρόμο προς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό».
-Εσχάτως οι πρωτογενείς αυτές δομές βάλλονται από δήμους, κρατικές υπηρεσίες ή από φασιστικές ομάδες. Τι σημαίνει αυτό κατά τη γνώμη σας;
«Μια επίθεση εναντίον των εναλλακτικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης που ξεκινάνε από τα κάτω ίσως αποδειχτεί ο τελευταίος σπασμός ενός συστήματος εξουσίας που έχει φτάσει στο τέλος του. Υπάρχουν στιγμές στην Ιστορία που ένα σύστημα εξουσίας φτάνει στο τέλος του –γίνεται επιζήμιο και δεν μπορεί να επιβιώσει. Τότε γίνεται επανάσταση ή αυτό που θα λέγαμε σήμερα μια μεγάλη αλλαγή. Για να γίνει αυτό συνέπιπταν πάντοτε τρεις παράγοντες: λαϊκή βούληση για ριζική αλλαγή, ένα πολιτικό υποκείμενο που αναλάμβανε να εκφράσει τη βούληση αυτή και μια σπίθα, ένας καταλύτης. Στην ελληνική κοινωνία έχουν συμπυκνωθεί τόσο πολύ τα στοιχεία, που κανείς θεωρεί σχεδόν σίγουρο ότι είναι στα πρόθυρα της αλλαγής. Βλέποντας από το εξωτερικό τι συμβαίνει στην Ελλάδα, νομίζω πως η κοινωνική κίνηση είναι πλέον ανεπίστρεπτη».
…………………………………………………………..
O κ. Κώστας Δουζίνας είναι πολιτικός φιλόσοφος και διευθυντής του Κέντρου Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Birkbeck του Λονδίνου
26/03/2013


Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Ινστιτούτο Ifo:

Παραπλανητικά τα περί πλεονάσματος


«Για παραπλάνηση της κοινής γνώμης» κάνει λόγο αναφερόμενος στο ελληνικό πρωτογενές πλεόνασμα ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (Ifo) του Μονάχου, Χανς-Βέρνερ Ζιν, ασκώντας σκληρή κριτική στην τρόικα και στην Κομισιόν του οποίους κατηγορεί ουσιαστικά για παραποίηση και επιλεκτική χρήση μεμονομένων στοιχείων

«Τα δημοσιονομικά υπόλοιπα είναι πάντα θετικά, αν αφήσεις απέξω αρκετά στοιχεία δαπανών. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να τηρεί κανείς τους κανόνες της Eurostat ...και όχι να τους κάμπτει κατά βούληση όπως είναι κάθε φορά βολικό» λέει μεταξύ αλλων.

«Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για τέτοια πλεονάσματα προϋπολογισμού», αναφέρει ο κ. Ζιν σε ανακοίνωσή του και προσθέτει:
«Αυτό που έβαλε η τρόικα να ανακοινώσει εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες ήταν ένας αριθμός, ο οποίος απλώς εξαιρούσε οποιαδήποτε στοιχεία δαπανών τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως μη επαναλαμβανόμενα, κυρίως το κόστος διάσωσης των τραπεζών, αν και δεν μπορεί κανείς να προβλέψει ότι στα επόμενα χρόνια δεν θα απαιτηθούν περαιτέρω κεφάλαια για τη διάσωση των τραπεζών.»

Όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση, σύμφωνα με τους κανόνες του Μάαστριχτ και όπως ανακοίνωσε η Eurostat, το έλλειμμα της Ελλάδας για το 2013 έφτασε τα 23 δισεκατομμύρια ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε 12,7% του ελληνικού ΑΕΠ.
Το πρωτογενές έλλειμμα που ανακοινώθηκε από την Eurostat, με άλλα λόγια το έλλειμμα χωρίς το βάρος των επιτοκίων, ήταν σαφώς αρνητικό, στο 8,7% του ΑΕΠ, συνεχίζει ο κ. Ζιν και τονίζει:

«Η ελληνική κυβέρνηση σαφώς δεν έχει πλεόνασμα στον προϋπολογισμό της, όπως μεταδόθηκε χθες. Η Ελλάδα είναι στο χείλος της χρεοκοπίας και θα είχε αναγκαστεί να κηρύξει πτώχευση προ πολλού, εάν οι ιδιωτικές πιστώσεις δεν είχαν αντικατασταθεί από πιστώσεις με χαμηλό επιτόκιο από τα κράτη-μέλη».
«Όλες οι προβλέψεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους που έχουν δημοσιοποιηθεί τα τελευταία χρόνια από την τρόικα και την ΕΕ βασίζονταν σε δραματικά υπερβολικές εκτιμήσεις ανάπτυξης.»
» Ο μόνος λόγος που η Ελλάδα μπορεί να έχει και πάλι πρόσβαση στις χρηματαγορές είναι οι άμεσες και οι υπαινισσόμενες υποσχέσεις διάσωσης από την κοινότητα των κρατών και την ΕΚΤ, οι οποίες σημαίνουν ότι, σε περίπτωση κρίσης, την αποπληρωμή θα αναλάμβαναν οι φορολογούμενοι άλλων χωρών», καταλήγει ο Γερμανός οικονομολόγος.


Τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η Eurostat επιβεβαιώνουν το πολυσυζητημένο πλεόνασμα αλλά μόνο πανηγυρισμούς δεν δικαιολογούν από τη μεριά της κυβέρνησης για την πορεία της ελληνικής οικονομίας

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι το δημόσιο χρέος της χώρας μας είναι βιώσιμο, υπό την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοστεί κατά γράμμα το πρόγραμμα λιτότητας που έχει συμφωνηθεί

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ Του Κ. Μοσχονά



Η Eurostat επιβεβαίωσε χθες, όπως άλλωστε αναμενόταν, τα στοιχεία που της κοινοποίησε η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΛΣΤΑΤ) περί πρωτογενούς πλεονάσματος το 2013. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι με βάση τις εκτιμήσεις της τρόικας το πλεόνασμα ανέρχεται σε 1,5 δισ. ευρώ και θεωρεί ότι το δημόσιο χρέος της χώρας είναι βιώσιμο.
 Προσοχή όμως. Υπό την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοστεί κατά γράμμα το πρόγραμμα που έχουν συμφωνήσει η κυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ με τους εταίρους και δανειστές και θα συνεχιστούν οι προσπάθειες για την πλήρη εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών.


 Μέχρι το 2020!
Με άλλα λόγια, η πολιτική λιτότητας και οι ομαδικές απολύσεις πρέπει να συνεχιστούν τουλάχιστον μέχρι το 2020. Και μετά βλέπουμε… Ως προς το ενδεχόμενο μιας περαιτέρω στήριξης της Ελλάδας, το συζητάμε μετά τις ευρωεκλογές, μάλλον το φθινόπωρο… Προς το παρόν, τον λόγο έχουν οι πανηγυρισμοί και οι θριαμβολογίες της δικέφαλης ελληνικής κυβέρνησης…

Σχολιάζοντας τα στοιχεία της Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία υπάγεται στην Κομισιόν, o εκπρόσωπος του επιτρόπου Ολι Ρεν μίλησε για αξιοσημείωτη πρόοδο της Ελλάδας στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών της από το 2010. Kαι διευκρίνισε ότι η Επιτροπή θα δώσει αύριο Παρασκευή στη δημοσιότητα την έκθεση αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, με βάση την οποία ελήφθη η καταρχήν απόφαση για τη χορήγηση δανείων ύψους 8,3 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα.

Στο πλαίσιο αυτό, θα ανακοινωθούν οι περαιτέρω λεπτομέρειες για την επίτευξη των οικονομικών στόχων του 2013.

Ετσι, όπως παρατήρησε ο εκπρόσωπος του Φινλανδού επιτρόπου, εκτιμάται ότι το περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα της χώρας ανέρχεται σε 1,5 δισ. ευρώ ή 0,8% του ΑΕΠ.

Ως προς το τι μέλλει γενέσθαι για την περαιτέρω στήριξη της Ελλάδας, ο Σάιμον Ο’Κόνορ υπενθύμισε τη δήλωση που έκανε πρόσφατα ο πρόεδρος της ευρωζώνης Γερούν Ντάισελμπλουμ, σύμφωνα με την οποία η συζήτηση για το θέμα αυτό παραπέμπεται στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, το πιο πιθανόν το φθινόπωρο. Είναι φανερό ότι κανείς εταίρος και δανειστής δεν επιθυμεί την επίσπευση μιας τέτοιας συζήτησης εν όψει των ευρωεκλογών. Το μόνο εφικτό είναι μία δήλωση των εταίρων στο επόμενο συμβούλιο της ευρωζώνης που θα συνέλθει στις 5 Μαΐου, στην οποία οι υπουργοί θα χαιρετίζουν τις προσπάθειες της κυβέρνησης για την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών. Η κυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ βρίσκεται πάντα προς αναζήτηση μιας πολιτικής δήλωσης στήριξης των εταίρων, για εσωτερική κατανάλωση. Μανία κι αυτή…

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα είναι μία από τις 5 χώρες της ευρωζώνης με το χαμηλότερο δημόσιο έλλειμμα, το οποίο ανήλθε το 2013 στο επίπεδο του 2,1% του ΑΕΠ (3,9 δισ. ευρώ), ενώ το όριο είναι 3%. Βέβαια, εάν υπολογιστεί το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών (19,2 δισ. ευρώ) το έλλειμμα φτάνει το 12,7%. Αλλά το κόστος αυτό δεν είναι επαναλαμβανόμενο… Γενικά, 6 χώρες της ευρωζώνης παρουσίασαν έλλειμμα άνω του ορίου του 3% του ΑΕΠ το 2013, έναντι 11 το 2012.

Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών οδήγησε, επίσης, στην αύξηση του δημόσιου χρέους το 2013 στο επίπεδο του 175,1% του ΑΕΠ (318,7 δισ. ευρώ) και είναι το υψηλότερο στην Ε.Ε., με την Ιταλία να καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση (132% του ΑΕΠ).

μέχρι το… 2025 !

 Η Επιτροπή, όμως, αισιοδοξεί -τουλάχιστον πριν από τις ευρωεκλογές- ότι μέχρι το… 2025 θα καταστεί βιώσιμο και αναμένει αισθητή αποκλιμάκωση. Υπό τον όρο, φυσικά, ότι θα συνεχιστεί το πρόγραμμα λιτότητας στη χώρα, με όλες τις επιπτώσεις…
 Γολγοθάς…
 «Ναι, το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχιστεί πιστά η εφαρμογή του προγράμματος και θα συνεχιστούν οι προσπάθειες για την πλήρη εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών», δήλωσε ο Σάιμον Ο’Κόνορ, μεταφέροντας τη θέση του Ολι Ρεν…

Το ΑΕΠ συρρικνώθηκε το 2013 κατά 11,3 δισ. ευρώ, και από 193,347 δισ. ευρώ βρέθηκε στο επίπεδο των 182,054 δισ. ευρώ. Και οι δημόσιες δαπάνες ανήλθαν στο 58,5% του ΑΕΠ. Αύξηση σημειώθηκε και στα δημόσια έσοδα (45,8% του ΑΕΠ έναντι 44,4% το 2012). Τα χαράτσια αποδίδουν…

Τα στοιχεία, λοιπόν, που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η Eurostat κάθε άλλο παρά επιτρέπουν πανηγυρισμούς από την πλευρά της κυβέρνησης, έστω σε προεκλογική περίοδο. Αλλά έχουμε πλεόνασμα… Της κακομοιριάς…