Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

 Άμεσο καθήκον μας να έχουμε σύντομα "δεύτερη φορά Αριστερά"                  Κώστας Δουζίνας

·                                 07.09.2015
"Δικό μας άμεσο καθήκον είναι να βοηθήσουμε", ώστε να έχουμε σύντομα "δεύτερη φορά Αριστερά" λέει μετ' επιτάσεως ο Κώστας Δουζίνας. Όχι επειδή του αρέσουν τα λογοπαίγνια, αλλά από βαθιά πεποίθηση ότι "μόνο μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί να υλοποιήσει στην πράξη τα προτάγματα του δημοκρατικού σοσιαλισμού του 21ου αιώνα, εντάσσοντας στην εφαρμοσμένη πολιτική το τρίπτυχο Δημοκρατία, Ισότητα, Παιδεία - Πολιτισμός.
·                                  
·                                 Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν περίπου μια "κυβέρνηση σε εξορία", όμηρος εκείνων, μέσα και έξω, που προσπαθούσαν να γίνει πραγματικότητα η "αριστερή παρένθεση" Ο Τζόις είπε ότι ο "Οδυσσέας" του έδωσε δουλειά στους θεωρητικούς της λογοτεχνίας για 1.000 χρόνια. Νομίζω ότι το επτάμηνο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση δίνει δουλειά στους πολιτικούς επιστήμονες τουλάχιστον για 100 χρόνια Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός είναι μια πορεία, μια διαδικασία. Ποτέ δεν θα αναφωνήσουμε φτάσαμε, εδώ είμαστε, το πετύχαμε. Έπειτα από κάθε επιτυχία, ένα νέο κύμα ριζοσπαστικοποίησης ακολουθεί, ο στόχος παραμένει ο ίδιος, αλλά το άμεσο διακύβευμα αλλάζει
Σημαντικός Ευρωπαίος διανοητής, διευθυντής του περίφημου Birkbeck Institute for Humanities του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, εύχαρις και χιουμορίστας, ο Κώστας Δουζίνας διατηρεί την πνευματική ενάργεια, την κριτική ετοιμότητα αλλά και τον ριζοσπαστισμό που κάθε φορά μας εκπλήσσει, είτε διαβάζουμε τα βιβλία και τα άρθρα του στον διεθνή Τύπο, είτε παρακολουθούμε τις δημόσιες τοποθετήσεις του σε επιστημονικά πάνελ και πολιτικές συζητήσεις είτε, απλά, μοιραζόμαστε μαζί του μια μπίρα σε κινηματικές δράσεις.
Αυτή τη φορά μιλήσαμε μαζί του στον απόηχο της διάσκεψης μελών του ΣΥΡΙΖΑ του περασμένου Σαββατοκύριακου, όπου έθεσε με ακρίβεια την ανάγκη να τελειώσει η "αριστερή μελαγχολία" και λίγο πριν μεταβεί στην Πολωνία, όπου τιμητικά, ως ιδρυτή του κινήματος των κριτικών νομικών σπουδών του ανέθεσαν να κηρύξει την έναρξη ομόθεμου διεθνούς συνεδρίου. Μας βοηθά να κατανοήσουμε όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα αλλά και τα χρόνια της κρίσης, κυρίως όμως θέτει στο τραπέζι της συζήτησης βασικές σκέψεις για τη φυγή προς το μέλλον.

Συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη

* Aπό το κατά Μπαντιού συμβάν, για το οποίο πολλοί διανοητές μίλησαν με αφορμή τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, μέχρι την κατά Μπένγιαμιν "αριστερή μελαγχολία", για την οποία συχνά αρθρογραφείτε και αναφερθήκατε στη διάσκεψη μελών του ΣΥΡΙΖΑ την περασμένη Κυριακή, μεσολάβησαν πρωτόγνωρα γεγονότα και για τη χώρα μας, και για την Ευρώπη. Μπορείτε να μας βοηθήσετε να τα κατανοήσουμε;
Η ερώτηση αυτή ζητάει να κάνουμε έναν απολογισμό και αξιολόγηση των τελευταίων επτά μηνών που συντάραξαν τον κόσμο. Ο Αλέν Μπαντιού, βέβαια, δεν θα συμφωνήσει ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές ήταν "συμβάν" σύμφωνα με τη θεωρία του. Αντίθετα, είχε χαρακτηρίσει τον ΣΥΡΙΖΑ και όλη την Αριστερά ως δημιουργήματα της κρατικής εξουσίας και είχε συμβουλεύσει τους αριστερούς πολίτες να μην εμπλέκονται με τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Εντούτοις, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η σημασία της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο ήταν τεράστια και θα έλεγε κανείς ότι εδώ στην Ελλάδα ίσως την υποτιμήσαμε. Δεν καταλάβαμε πλήρως την ιστορικότητα της στιγμής, όπως είδαμε με τις αντιδράσεις και αριστερών και δεξιών στην Ευρώπη και στον κόσμο. Μετά ξεκίνησε η περίοδος των επτά μηνών, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε περίοδο διακυβέρνησης. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν περίπου μια "κυβέρνηση σε εξορία", όμηρος εκείνων, μέσα και έξω, που προσπαθούσαν να γίνει πραγματικότητα η "αριστερή παρένθεση". Για τις ευρωπαϊκές ελίτ βέβαια, το σύνθημα από τις 25 του Γενάρη ήταν "Get Tsipras".
Ήταν αυτές οι δυσκολίες της διακυβέρνησης, σε συνδυασμό με την αποτυχία της συμφωνίας, που οδήγησαν τόσους πολλούς στην κατάσταση που ονομάζουμε "αριστερή μελαγχολία". Δύο στοιχεία ήταν κεντρικά σ' αυτή την ήττα, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τις διαπραγματεύσεις για τις οποίες τόσα πολλά έχουν ειπωθεί: αφενός η διακυβέρνηση χωρίς πρόγραμμα αριστερής κυβερνητικότητας και από την άλλη ο ασφυκτικός κλοιός μέσα στον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να ασκήσει μια όχι και τόσο καλά προετοιμασμένη σειρά κοινωνικών πολιτικών.

* Έχουμε πολλούς λόγους να πενθούμε. Έχουμε όμως ακόμα περισσότερους λόγους να εγκαταλείψουμε το αφήγημα της ήττας που ακολουθεί την Αριστερά από τα εμφυλιακά χρόνια και το τελευταίο διάστημα ιδιαίτερα. Πώς μπορούμε να αποδεσμευτούμε από την "αριστερή μελαγχολία";

Η έννοια της "αριστερής μελαγχολίας" αποτελεί εφαρμογή της γενικής θεωρίας του Φρόυντ όπως καταγράφεται στο δοκίμιο "Πένθος και Μελαγχολία". Η απώλεια του αγαπημένου αντικείμενου, ανθρώπου ή ιδέας οδηγεί σε μια έντονη και σύντομη περίοδο πένθους κατά την οποία υπάρχει μια σχεδόν πλήρης ταύτιση με το απολεσθέν. Με το τέλος του πένθους, δύο δρόμοι ανοίγονται: η αποκόλληση από το αντικείμενο του πένθους και η επιστροφή στην κανονικότητα ή η μόνιμη εσωτερίκευσή του που οδηγεί στη μελαγχολία.
Ο Μπένγιαμιν, προχωρώντας αυτή την ιδέα, ονομάζει "αριστερή μελαγχολία" την προσκόλληση ενός επαναστάτη σε παλιές ιδέες και δόγματα που έχουν αποτύχει, στην αγάπη του για την αποτυχία. Αυτό οδηγεί σε μια παθητικοποίηση και αδράνεια, σε μια εγκατάλειψη της προσπάθειας να αλλάξουμε τον κόσμο, τελικά σε κάτι ανάλογο της "όμορφης ψυχής" του Χέγκελ, που κριτικάρει τα πάντα, διατηρώντας την ιδεολογική του καθαρότητα, αλλά δεν δρα και δεν παίρνει κανένα ρίσκο. Είναι σαφές, νομίζω, ότι πολλοί απ' όσους έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο διάστημα φέρουν κάποια χαρακτηριστικά της "αριστερής μελαγχολίας".

* Και πώς αποδεσμευόμαστε απ' αυτό;

Μετά τον θάνατο έρχεται η κηδεία, δηλαδή ο δεύτερος συμβολικός θάνατος, που για την πλειονότητα των ανθρώπων οδηγεί στο τέλος του πένθους. Ξέρουμε βέβαια περιπτώσεις που το σώμα του νεκρού δεν έχει βρεθεί είναι τότε αδύνατο να μπει τέλος να κλείσει ο κύκλος του πένθους. Στη δική μας περίπτωση, οι συζητήσεις του τελευταίου διαστήματος και η συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ έπαιξαν τον ρόλο του συμβολικού τέλους του πένθους. Υπήρξαν 150 παρεμβάσεις κριτικής και αυτοκριτικής, λεπτομερής παράθεση νικών και απωλειών. Η συναισθηματική φόρτιση, η κατάθεση συνείδησης αλλά και συχνά απελπισίας, θυμού, οργής, νομίζω ότι έπαιξε αυτό τον ρόλο. Και στο τέλος της συνδιάσκεψης, για πρώτη φορά, είδαμε χαμόγελα, είδαμε αισιοδοξία, είδαμε μια νέα αποφασιστικότητα γι' αυτό που χρειάζεται σήμερα η Αριστερά: αντοχή, ανθεκτικότητα. Αντίσταση και αντοχή είναι οι οδηγοί τής νέας περιόδου.

* Και πώς, επί του πρακτέου, αποδεσμευόμαστε από το εξατομικευτικό κύκλωμα επιθυμίας - ικανοποίησης - ματαίωσης;

Εδώ μπαίνουμε σε μια μεγάλη θεωρητική συζήτηση που δυστυχώς, όπως και πολλές άλλες, δεν έγινε στην ελληνική Αριστερά. Και η έλλειψη της θεωρίας φάνηκε το τελευταίο εφτάμηνο τραγικά. Ο ακτιβισμός χωρίς θεωρητική πυξίδα οδηγείται σε αδιέξοδα και σπαταλάει τις καλές προθέσεις. Εν προκειμένω, αναφέρομαι στη θεωρητική σύνδεση της μεταμαρξιστικής φιλοσοφίας και της ψυχανάλυσης. Επιθυμία είναι το πλεόνασμα της ζήτησης επί της ανάγκης, το κομμάτι κάθε αιτήματος που δεν μπορεί να αναχθεί σε κάποια ανάγκη. Επειδή όμως δεν μπορούμε να πλησιάσουμε το πραγματικό "αντικείμενο του πόθου", το εκτοπίζουμε συνεχώς σε ανεπαρκή αντικατάστατα. Ο πόθος πάντοτε αναβάλλεται γιατί αναφέρεται στην επιθυμία να αγαπηθούμε πλήρως από τον άλλο. Και έτσι η επιθυμία μεταφέρεται από την ανεκπλήρωτη αγάπη του άλλου σε αντικείμενα, σε επιτυχίες, σε επιφανειακή αναγνώριση. Έτσι, όταν κερδίσουμε κάτι, ας πούμε αγοράσαμε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αμέσως θέλουμε να αγοράσουμε ένα καινούργιο και ξανά, και ξανά.
Σ' αυτή τη λογική της απόλαυσης, ματαίωσης και επανάληψης στηρίζεται η πολιτική οικονομία του ύστερου καπιταλισμού. Αλλά, δυστυχώς, πολλά στοιχεία αυτού του αδηφάγου ευδαιμονικού εγωκεντρισμού βλέπουμε και στην Αριστερά. Δεν είναι αποκλειστικά η ιδεολογία που σε κατατάσσει πολιτικά, αλλά οι συμπεριφορές. Και βλέπουμε γύρω μας πολλούς αριστερούς που δεν διαφέρουν στον τρόπο που λειτουργούν στη ζωή, στη δουλειά, στο κόμμα από τους άλλους.
Εδώ λοιπόν είναι το μεγάλο στοίχημα του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα. Να αντικαταστήσουμε την αχόρταγη και ανεκπλήρωτη επιθυμία που μεταφέρεται από αντικείμενο σε αντικείμενο χωρίς τάξη και λογική με τη ριζική επιθυμία που ενώνει τον εαυτό με τις συλλογικότητες. Αγάπη, λοιπόν, σημαίνει να δώσουμε στον άλλο αυτό που δεν έχουμε.

* Έχετε γράψει ότι το "ιστορικό συμβάν δημιουργεί το ίδιο την προϊστορία του, που αδήριτα θα οδηγήσει στην πραγμάτωσή του. Είμαστε σήμερα συστατικά του μέλλοντος που θα αλλάξει το παρόν μας". Μετά την πρόσφατη συμφωνία με τους δανειστές, υπό ποιες προϋποθέσεις και με ποια εργαλεία μπορεί να συντελεστεί η φυγή προς το μέλλον;

Η ιδέα ότι το ιστορικό συμβάν δημιουργεί την προϊστορία του στηρίζεται στη χεγκελιανή διαλεκτική. Η Φιλοσοφία της Ιστορίας σήμερα δεν πιστεύει πια ότι μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον ή με έναν προγραμματισμένο τρόπο να αλλάξουμε ριζικά την κατεύθυνσή του. Τα στοιχεία του τυχαίου, του ενδεχομενικού, η δυναμική της συγκυρίας βάζουν στον πολιτικό και ιστορικό χρόνο την ευθύνη της ελευθερίας και την υποχρέωση της αποφασιστικότητας. Όταν όμως επέλθει το συμβάν, η ριζική αλλαγή, τότε πολλά γεγονότα, πράξεις και σχέσεις που όταν τις ζούσαμε φαίνονταν τυχαίες, ασήμαντες, χωρίς επιπτώσεις, ξαφνικά μετατρέπονται σε μια ακολουθία, μια αλυσίδα απαραίτητων κρίκων που οδήγησαν στη μεγάλη επιτυχία. Μιλώντας για τον ΣΥΡΙΖΑ, π.χ., γεγονότα όπως η διάσπαση του Συνασπισμού, η συμφωνία σύμπλευσης πολλών και διαφορετικών ιδεολογικών τάσεων, οι μνημονιακές πολιτικές, οι αυθόρμητες αντιστάσεις του λαού και, κυρίως, οι καταλήψεις των πλατειών, μια περίεργη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα ότι είμαστε έτοιμοι να κυβερνήσουμε και πολλά άλλα τέτοια, ασύνδετα κατ' αρχάς μεταξύ τους, απ' τη σκοπιά του 2015 φαίνονται σαν αναγκαίοι και ικανοί όροι για την εκλογική νίκη του Γενάρη. Κι αν προσθέσουμε μερικά, εξίσου επιφανειακά ασύνδετα γεγονότα, μπορούμε να καταλάβουμε και τον συμβιβασμό του Ιούλη. Όπως έλεγε ο Χέγκελ, η κουκουβάγια της Αθηνάς πετάει το σούρουπο.

* Λάθη και παραλείψεις έγιναν κατά την επτάμηνη αριστερή διακυβέρνηση. Τι πρέπει να μην επαναληφθεί από την αριστερή διακυβέρνηση που ενδεχομένως προκύψει από τις κάλπες της 20ής Σεπτεμβρίου;

Ήδη τρεις νέοι Έλληνες έχουν ζητήσει να κάνουν διδακτορική διατριβή υπό την επίβλεψή μου για το έργο, τις επιτυχίες και αποτυχίες της επτάμηνης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ο Τζόις είπε ότι ο "Οδυσσέας" του έδωσε δουλειά στους θεωρητικούς της λογοτεχνίας για 1.000 χρόνια. Νομίζω ότι το επτάμηνο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση δίνει δουλειά στους πολιτικούς επιστήμονες τουλάχιστον για 100 χρόνια. Επομένως, δεν είμαι σε θέση να μιλήσω με λεπτομέρειες για το κυβερνητικό έργο χωρίς να διαβάσω τα απομνημονεύματα, τα αρχεία και τις απολογίες των πρωτεργατών. Ωστόσο, θα έλεγα ότι αυτό που δεν πρέπει να γίνει είναι να υπάρξει ένας λεπτομερής προγραμματισμός για κάθε τομέα διακυβέρνησης χωρίς ένα γενικότερο όραμα που θα διαπερνά τον καθένα και θα συνθέτει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο. Το πρόβλημα του οράματος, του στρατηγικού προσανατολισμού είναι για μένα κομβικό.

* Ποιος πρέπει να είναι ο στρατηγικός προσανατολισμός μιας κυβέρνησης της Αριστεράς μετά την 20ή Σεπτεμβρίου;

Θα παρομοίαζα τον στρατηγικό προσανατολισμό με τον ορίζοντα που όσο τον πλησιάζουμε απομακρύνεται. Αν ο ορίζοντας είναι η μορφή, το περιεχόμενό του είναι το τρίπτυχο Ισότητα, Δημοκρατία, Παιδεία - Πολιτισμός. Κάθε φορά που πετυχαίνουμε έναν μικρό στόχο, αυτόματα ο ορίζοντας πηγαίνει πιο μακριά, αλλά λειτουργεί σαν φάρος, σαν κατεύθυνση: θέτει αμέσως έναν νέο στόχο πιο μακριά, αλλάζει δηλαδή και τον σκοπό, αλλά και το υποκείμενο της πολιτικής δράσης. Έτσι, λοιπόν, ο δημοκρατικός σοσιαλισμός είναι μια πορεία, μια διαδικασία. Ποτέ δεν θα αναφωνήσουμε φτάσαμε, εδώ είμαστε, το πετύχαμε. Έπειτα από κάθε επιτυχία, ένα νέο κύμα ριζοσπαστικοποίησης ακολουθεί, ο στόχος παραμένει ο ίδιος, αλλά το άμεσο διακύβευμα αλλάζει. Στην πορεία αυτή το μέλλον γίνεται κομμάτι του παρόντος μας. Για παράδειγμα, εάν με το καλό ανατρέψουμε οριστικά την ανθρωπιστική κρίση, η δουλειά δεν σταματάει εκεί. Αμέσως μετά ο επόμενος στόχος επικεντρώνεται στα αίτια της κρίσης. Αν βελτιώσουμε το κοινωνικό κράτος, θα προχωρήσουμε στις γενεσιουργές αιτίες της ανισότητας. Έτσι, λοιπόν, κάθε βήμα οδηγεί στο επόμενο βήμα. Στρατηγικός προγραμματισμός αποτελεί λοιπόν τη συνεχή ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής δράσης από τη σκοπιά ενός μέλλοντος που ποτέ δεν θα κατακτήσουμε πλήρως.

* Πώς αυτό το τρίπτυχο Ισότητα, Δημοκρατία, Πολιτισμός - Παιδεία, που συνθέτει τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, περνάει στην εφαρμοσμένη πολιτική;

Μιλήσαμε ήδη για τον ρόλο της μείωσης της ανισότητας, έναν αριστερό κεϊνσιανισμό, ως απαραίτητη προϋπόθεση του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Η Δημοκρατία είναι το δεύτερο συστατικό με θεσμικά και άμεσα στοιχεία. Όπως ξέρουμε, ζούμε στην εποχή της ντεκαφεϊνέ κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, όπου οι εξπέρ, οι οικονομολόγοι και οι λογιστές επιβάλλουν τις απόψεις τους σε κυβερνήσεις και λαούς. Χρειάζεται λοιπόν μια ριζική αναβάθμιση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και του πολιτικού συστήματος που πρέπει να οδηγήσει έπειτα από μια μεγάλη εθνική διαβούλευση σε νέο Σύνταγμα.
Η άλλη πλευρά της άμεσης Δημοκρατίας είναι εξίσου, αν όχι πιο σημαντική. Εδώ η Δημοκρατία αποκτάει άλλο νόημα. Δεν αποτελεί πια μια απλή καταμέτρηση ψήφων και ανάθεση αρμοδιοτήτων σε αντιπροσώπους, αλλά μια μορφή ένα άλλο είδος ζωής, που μπαίνει σε κάθε γωνιά του κοινωνικού γίγνεσθαι. Οι πολίτες παίρνουν κομμάτια της ζωής τους στα χέρια τους με την κοινωνική οικονομία, την αλληλεγγύη, την έγνοια για το περιβάλλον, τις εναλλακτικές μορφές τοπικής και κλαδικής οργάνωσης. Αυτό είναι το μεγάλο μάθημα των αντιστάσεων και πρωτοβουλιών των τελευταίων πέντε χρόνων που αποτέλεσαν κομβικό συστατικό για την εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο και για το "όχι" του δημοψηφίσματος.
Ο ύστερος καπιταλισμός των υπηρεσιών μάς δίνει δεξιότητες και γνώσεις, μας βάζει σε οριζόντιες δικτυώσεις και συνεχή συνεργασία, αλλά ταυτόχρονα απαγορεύει τη μεταφορά αυτών των ικανοτήτων από την εργασία στην πολιτική. Στις πλατείες του κόσμου και της Ελλάδας στην προηγούμενη περίοδο η νεολαία αντέστρεψε αυτή την απαγόρευση και, με αυθόρμητες πρωτοβουλίες κόσμου που δεν είχε διαβάσει τον Νέγκρι ή τον Ζίζεκ, δημιούργησε τις βάσεις μιας νέας σύλληψης της πολιτικής πρακτικής. Οι αντιστάσεις δημιούργησαν μια τεράστια παρακαταθήκη από την οποία μια κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να πάρει μαθήματα και για τη νέα οργάνωση των κρατικών υπηρεσιών. Ο Πουλαντζάς έλεγε ότι δεν θα υπάρξει σοσιαλισμός χωρίς Δημοκρατία, σήμερα πρέπει να προσθέσουμε ότι δεν θα υπάρξει σοσιαλισμός χωρίς άμεση Δημοκρατία.
Πρέπει λοιπόν να επιστρέψει ο ΣΥΡΙΖΑ σε όσα υποσχόταν πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου, δηλαδή τη σύμπλευση κόμματος και κινήματος, Βουλής και δρόμου. Αν δεν το πράξει, μια νέα κυβέρνηση της Αριστεράς θα χάσει, νομίζω, ένα σημαντικό χαρτί που έχει για να ξεκινήσει την πορεία προς τον κοινωνικό μετασχηματισμό κράτους και κοινωνίας. Κι εδώ λοιπόν, βήμα - βήμα, έμμεση και άμεση, ανάθεση και άμεση εκπροσώπευση μπορούν και να δημιουργήσουν το κράτος που χρειάζεται η Ελλάδα αλλά και να ξεκινήσουν τη μεγάλη πορεία του δημοκρατικού σοσιαλισμού.

* Πώς η παιδεία και ο πολιτισμός, μέρη κατακρεουργημένα επί πολλά χρόνια, μπορούν να αναδειχτούν σε μοχλούς ώθησης;

Ένα από τα χαρακτηριστικά της δημόσιας συζήτησης των τελευταίων χρόνων είναι η απόλυτη κυριαρχία των οικονομολόγων και της γλώσσας των αριθμών. Η συγκέντρωση στις πολιτικές της λιτότητας και της ισοπέδωσης δεν μας άφησε να διαπιστώσουμε ότι η μεγαλύτερη ζημιά που μας έκαναν τα Μνημόνια ήταν η επίθεσή τους σ' αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ελληνικό ήθος και στα θεμέλια της Παιδείας και του Πολιτισμού. Είναι βέβαια αδύνατο να ορίσουμε ακριβώς το ήθος, σαν τον ορισμό του Αυγουστίνου για τον χρόνο. Δεν ξέρω ακριβώς τι είναι, αλλά το ξέρω όταν χάνεται. Για μένα, έναν Έλληνα της ομογένειας, το ήθος περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη φιλία, τη φιλοτιμία και τη φιλοξενία. Οι φιλίες όμως έχουν αντικατασταθεί από μια κοινωνική απόσυρση, η φιλοτιμία, μια σχέση αμοιβαιότητας χωρίς ανταλλακτική αξία, σε εξατομίκευση και η φιλοξενία σε αδιαφορία για τον άλλο ή ακόμα και ξενοφοβία. Βέβαια, αυτά τα τρία "φ" του ήθους είναι δημιουργήματα της Παιδείας και καλλιεργούνται από τον Πολιτισμό. Ευχόμαστε, λοιπόν, κάποια στιγμή ότι οι πολιτικές της λιτότητας θα τελειώσουν. Αλλά αν δεν ξεκινήσουμε έναν αγώνα για μια νέα πολιτιστική αναγέννηση, μπορεί να ξεπληρώσουμε τα χρέη μας, αλλά θα χάσουμε την ψυχή μας. Έχει λοιπόν μεγάλη ευθύνη μια νέα κυβέρνηση της Αριστεράς σαν θεματοφύλακας των αρχών του Διαφωτισμού αλλά και των αξιών μιας φιλόξενης και εξωστρεφούς ελληνικότητας αυτόν τον αγώνα να τον ξεκινήσει. Το τρίπτυχο Ισότητας, Δημοκρατίας και Παιδείας - Πολιτισμού δεν είναι τρεις ανεξάρτητες κατευθύνσεις. Είναι τα βασικά συστατικά ενός αδιαίρετου όλου και εάν ένα από αυτά υποχωρεί, χάνονται και τα τρία. Μόνο μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο. Δικό μας άμεσο καθήκον είναι να βοηθήσουμε να έχουμε σύντομα "δεύτερη φορά Αριστερά".

* Όταν λέτε όμως ότι "Το μέλλον είναι εδώ και το μέλλον μας ανήκει, αλλά δεν έχουμε καμία εγγύηση ότι θα το πετύχουμε", δεν ακούγεστε και τόσο αισιόδοξος.

Αντίθετα, αυτή είναι η πιο αισιόδοξη άποψη. Επειδή δεν έχουμε εγγύηση, είμαστε υποχρεωμένοι να το πετύχουμε. Όπως θα έλεγε ο Καντ, επειδή πρέπει να πετύχω τα αδύνατα, θα τα κάνω δυνατά.



Για τρεις μέρες εντολοδόχος... για μια μέρα θεός

Μπορείτε να μου εξηγήσετε πως αφού,όπως λέει ο Λαφαζάνης,οι εκλογές θα αναδείξουν μια νέα αντιμνημονιακή βουλή αυτή η αντιμνημονιακή βουλή θα βγάλει και κυβέρνηση μνημονιακών κομμάτων?
Πες το ξεκάθαρα καθώς σε έχουμε πάρει χαμπάρι:Το μόνο που θέλεις είναι να δεις τον Τσίπρα να συγκυβερνά με τα ποτάμια.Ούτε κυβέρνηση ούτε αντιμνημόνιο,μόνο τα απωθημένα σου
γράφει ο Δημήτρης Βάσσιος στην ατίθαση σκέψη(link is external)
Ένα νεότευκτο πολιτικό σχήμα προερχόμενο από τη διάσπαση που προκάλεσε στον ΣΥΡΙΖΑ η «αριστερή πλατφόρμα», το οποίο είναι πολύ πιθανό να συμπληρωθεί από άλλους απόμαχους των ένδοξων -πλην ηττημένων- αγώνων, είναι πλέον γεγονός στο χώρο της Αριστεράς.
Δεν έρχεται να καλύψει το κενό της υποτιθέμενης «μετάλλαξης» του ΣΥΡΙΖΑ σε μνημονιακό κόμμα. Έρχεται να συμπληρώσει το παζλ των αποτυχημένων φορέων της συντηρητικής αριστεράς (ΚΚΕ - ΑΝΤΑΡΣΥΑ κλπ) και σε τελευταία ανάλυση να μεταβληθεί σε πλατφόρμα μετάβασης μερίδας στελεχών και απογοητευμένων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ στο ΚΚΕ των -δικών του- ένδοξων αγώνων, των καθαρών χεριών και της «συνέπειας».
Αυτός ο ισχυρισμός προκύπτει ακριβώς επειδή ο Λαφαζάνης αναδεικνύει σε στρατηγικού τύπου το «μνημόνιο - αντιμνημόνιο» μόνο και μόνο για να δημιουργήσει συνειδησιακό πρόβλημα στον αντιμνημονιακό κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια στιγμή περνάει στο ντούκου τον πράγματι στρατηγικού χαρακτήρα ευρωπαϊκό προσανατολισμό με τον οποίο είναι μπολιασμένο το dna της Ριζοσπαστικής Αριστεράς εδώ και δεκαετίες.
Ο εθνολαϊκιστικός λόγος του Λαφαζάνη διανθισμένος με επαναλαμβανόμενους αιχμηρούς επιθετικούς προσδιορισμούς έρχεται και κουμπώνει άψογα με τον τίτλο του νεότευκτου σχήματος: η ασάφεια του -καθόλου αιχμηρού όρου- "λαϊκού" προσδιορίζει επακριβώς την "ενότητα" που διασπά το πλέον ελπιδοφόρο εγχείρημα της Αριστεράς -όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά- σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Αντιφατική και τυχοδιωκτική μέσα στο χρόνο ήταν και η οργανωτική μορφή που προσδιοριζόταν απ' αυτό τον λόγο. Το άλλοτε "αριστερό ρεύμα" ιδεών, ως τάση του Συνασπισμού διαιρέθηκε με την αποχώρηση της νέας -κυρίως- γενιάς στελεχών (μεταξύ των οποίων και ο Τσίπρας) όταν άρχισε να παγιώνεται ως μηχανισμός νομής της εσωκομματικής εξουσίας με ό,τι αυτό συνεπαγόταν. Η τότε παρουσία της "πτέρυγας" Κουβέλη επιβίωνε και ταυτόχρονα τροφοδοτούσε την παρουσία του "αριστερού" μηχανισμού. "Κράτα με να σε κρατώ" ήταν αυτή η συμβίωση κι αυτός ήταν ο λόγος που το "ρεύμα" δεν ήθελε την αποχώρηση της "πτέρυγας".
Όμως το πλέον ακατόρθωτο έγινε κατορθωτό στο 1ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ που αποφάσισε να καταργηθούν οι ως τότε συνιστώσες και να επιτρέπονται οι τάσεις: ο Λαφαζάνης -αφού πρώτα σε κλειστή σύσκεψη αποτράπηκε η αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ- βρέθηκε στη λήξη του Συνεδρίου με μια μειοψηφική μεν, ισχυρή δε τάση που εμπεριείχε και τάσεις και συνιστώσες. Η οποία τάση από την επομένη μετατράπηκε - λειτούργησε ως κόμμα μέσα στο κόμμα, διαίρεσε τον κομματικό ιστό και καλλιέργησε κλίμα καχυποψίας σε σχέση με την οργανωτική διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ.
Η εσωκομματική δημοκρατία εκφυλίστηκε σε συνεννοήσεις μεταξύ των επιτελαρχών των τάσεων, η πολιτική λειτουργία των οργάνων συρρικνώθηκε στο «δεν ψηφίζουμε και καταθέτουμε πρόταση συμβολής». Πρόκειται για τη γνωστή τακτική τού «με τους νικητές στις νίκες, με αμόλυντη ιδεολογική καθαρότητα στα δύσκολα και τις ήττες». Τι άλλο ήταν, αν όχι αυτό, που διέκρινε τον ΣΥΡΙΖΑ από το ΚΚΕ και οδήγησε στην αλλαγή των συσχετισμών στο χώρο της Αριστεράς;
Δεν ήταν λοιπόν κεραυνός εν αιθρία ούτε τα «δεν ψηφίζουμε, αλλά στηρίζουμε», ούτε το θα παραδώσω τον υπουργικό θώκο «όταν μου ζητηθεί». Διότι όταν έφτασε ο κόμπος στο χτένι αποδείχτηκε περίτρανα ότι το «στηρίζουμε» δεν ήταν παρά ένας ακόμη τακτικισμός τής στιγμής -να ξεπεράσουμε τον κάβο και βλέπουμε.
Όπως αποδείχτηκε ότι έτοιμο από καιρό ήταν και το νεότευκτο κόμμα που κυοφορήθηκε στα σπλάχνα του ΣΥΡΙΖΑ. Το οποίο -παρότι επί τόσα χρόνια και επιστήμονες, και το ΜΑΧΩΜΕ διαθέτει- πρόγραμμα δεν έχει. Προς το παρόν πελαγοδρομεί ανάμεσα στις θεωρίες του Λαπαβίτσα από τη μια και στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη (άλλος ένας τακτικισμός). Κι επειδή ο Λαφαζάνης έχει αποδείξει ότι δεν πρόκειται να βάλει το χέρι του στην τρύπα με το φίδι, είναι μάλλον απίθανο να υιοθετήσει τις περί ευρώ παλαβομάρες του Λαπαβίτσα. Θα πείσει ότι μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ -που ο ίδιος δεν ψήφισε- αποτελεσματικότερα από αυτούς που το ψήφισαν; Ίσως με κάποιες τροπολογίες πχ περί εθνικοποίησης των τραπεζών; Ίδωμεν.
Σε κάθε περίπτωση ο Λαφαζάνης θα είναι για τρεις μέρες εντολοδόχος για το σχηματισμό κυβέρνησης... ελέω Τσίπρα βέβαια, γιατί κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι έχει δει τέτοιο όνειρο από τα χρόνια που ήταν στην ΚΝΕ. Και αναμφίβολα την Κυριακή των εκλογών και μέχρι να κλείσουν οι κάλπες θα είναι για μια μέρα θεός.
Αρκετό διάστημα για να υπερασπιστεί την υστεροφημία του επειδή έμεινε αμόλυντος από τον εκβιασμό που υπέστη ο Τσίπρας στις 12 Ιουλίου. Εξίσου αρκετό για να τη χάσει, επειδή ολοκλήρωσε το διαρκές πραξικόπημα των ξένων και ντόπιων συμφερόντων, ανατρέποντας ο ίδιος την κυβέρνηση των συντρόφων του.
ΥΓ1: Σε καμιά περίπτωση δεν θεωρώ οριστικά τα διαζύγια που επιβάλλουν μεταξύ συντρόφων οι εκάστοτε κομματικοί μηχανισμοί - τα έχουμε ξαναζήσει. Αυτό εδώ δεν είναι σαν τα άλλα. Πρώτον γιατί όλοι μας -όσοι βιώσαμε τα παλαιότερα- είμαστε πεισμένοι για τις αρνητικές συνέπειες, αλλά και δεύτερον γιατί το τωρινό επηρεάζει άμεσα το λαό μας. Οπότε το «καλή αντάμωση, σύντροφοι» θεωρείται αυτονόητο, μόνο που αυτή δεν μπορεί να επαναληφθεί με όρους μηχανισμών και φραξιονιστικής πάλης.

ΥΓ2: Τα παραπάνω δεν γράφτηκαν εν θερμώ, αλλά είναι καταστάλαγμα σκέψεων εκπεφρασμένων στον προσυνεδριακό διάλογο του ΣΥΡΙΖΑ και διατυπωμένων εδώ και δυο χρόνια. Αν μπορεί να έχουν κάποια αξία και σήμερα, διαβάστε:

Δέκα λάθη στην πρόταση Grexit

·                                 23.07.2015
Του Κ. Καλλωνιάτη
·                                  
·                                 Για να έχει επωφελές για τον λαό χρεοστάσιο μια χώρα πρέπει να μπορεί να σταθεί όρθια στα δικά της πόδια (αυτοδυναμία) την επομένη, που σημαίνει ικανότητα παραγωγικής και εξαγωγικής ανάκαμψης που στην Ελλάδα δεν υπάρχει, δεδομένης της οικονομικής εξάρτησης από την Ε.Ε. και τη γενικότερη οικονομική κρίση

Φθάσαμε, λοιπόν, στο σημείο μηδέν. Εκεί όπου λόγοι πολιτικής συνέπειας, ηθικής και ιδεολογικής καθαρότητας απέναντι σε μια κοινωνικά οδυνηρή και άδικη συμφωνία συνθηκολόγησης με τους δανειστές απειλούν τον ΣΥΡΙΖΑ με διάσπαση και την κυβέρνηση της Αριστεράς με πτώση. Η αδιαμφισβήτητη ήττα της αριστερής κυβέρνησης να εφαρμόσει κατά προσέγγιση το εκλογικό πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και η υιοθέτηση ενός σκληρότερου του αναμενομένου προγράμματος λιτότητας (στην πρόταση λιτότητας των 47 σελίδων δεν υπήρξε ανάλογη αντίδραση) εκλαμβάνεται ως προδοσία από την αριστερή πτέρυγα του κόμματος, δρομολογώντας την... εγκατάλειψη του πλοίου.
Η αποτυχία έντιμου συμβιβασμού με την Ε.Ε. και η κυβερνητική απροθυμία καθολικής ρήξης με τους πιστωτές προκαλούν τάσεις ρήξης στο ίδιο το κόμμα. Πόσο ορθή είναι, άραγε, μία τέτοια επιλογή; Ας ξεκαθαρίσουμε εξαρχής ότι η προτεινόμενη συμφωνία, το αποκαλούμενο τρίτο Μνημόνιο, δεν είναι κοινωνικά ανεκτή ούτε οικονομικά βιώσιμη. Είναι καταδικασμένη να αποτύχει για τον επιπλέον λόγο ότι ούτε η ίδια η κυβέρνηση την πιστεύει. Τη δέχθηκε εκβιαστικά για να αποσοβήσει το χειρότερο κακό, την άτακτη χρεοκοπία και έξοδο από το ευρώ, την οποία, ωστόσο, φαίνεται να επικροτεί ως εναλλακτική λύση η Αριστερή Πλατφόρμα (Α.Π.) εκτιμώντας, ίσως, πως μπορεί να συντελεστεί συναινετικά, προσφέροντας αναπτυξιακή διέξοδο στην παγίδα χρέους και ρευστότητας της χώρας.
Παρακολουθώντας την επιχειρηματολογία των βασικών εκπροσώπων του Grexit (Λαπαβίτσα, Καζάκη, Δελιβάνη κ.ά.) εκτιμούμε ως εσφαλμένη την πρότασή τους για τους εξής λόγους:
1. Δεν υπάρχει ολοκληρωμένο σχέδιο εξόδου και κατάλληλη τεχνική προετοιμασία, όπως παραδέχεται ο Κ. Λαπαβίτσας (Κ.Λ.), ενώ είναι άλλο πράγμα η διαδικασία εξόδου και άλλο η αναδιοργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας. Το να ζητάμε σήμερα "ρήξη" και αύριο "σχέδιο", είναι σαν να ζεύεις το κάρο μπρος από το άλογο.
2. Είναι τραγικό λάθος να πιστεύεται ότι η έξοδος από το ευρώ θα προκαλούσε προβλήματα μερικών εβδομάδων, ενώ θα έφερνε την οικονομική ανάκαμψη μέσα σε μήνες (Κ.Λ.). Αυτό μαρτυρά άγνοια κινδύνου και κρισιμότητας διεθνούς συγκυρίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά και οι Βαρουφάκης και Καζάκης έχουν ομολογήσει ότι η επιστροφή στη δραχμή απαιτεί 5-6 μήνες προετοιμασία, στη διάρκεια των οποίων η οικονομία θα πλέει σε πελάγη αβεβαιότητας, ανασφάλειας και κερδοσκοπίας.
3. Η εκτίμηση του Δ. Καζάκη περί ύπαρξης στο τραπεζικό σύστημα άφθονης ρευστότητας (57 δισ. σε άμεσα ρευστοποιήσιμα ξένα χρεόγραφα και 30 δισ. σε δάνεια προς ξένες τράπεζες), ικανής να χρηματοδοτήσει τη μετάβαση στη δραχμή, παραβλέπει εντελώς τα 120 δισ. ελληνικών τραπεζικών τίτλων που έχουν ενεχυριαστεί για την κάλυψη περίπου 90 δισ. δανείων από τον ELA.
4. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, υπάρχουν σήμερα 2 δισ. σε μετρητά και 4 δισ. σε συναλλαγματικά διαθέσιμα, εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος είναι εκτός χώρας. Όσον αφορά τα τραπεζογραμμάτια που ήδη κυκλοφορούν, αν μπορούσαν να συγκεντρωθούν στην κεντρική τράπεζα τότε θα κατέρρεαν οι υφιστάμενες συναλλαγές. Όχι για τρία χρόνια, που φαντάζεται ο Καζάκης, αλλά ούτε για τρεις μήνες εισαγωγών δεν αρκούν τα διαθέσιμα.
5. Δεν υπάρχει κατάλληλη προετοιμασία συνείδησης του ελληνικού λαού και μολονότι ο κόσμος ψήφισε Όχι στη σκληρή ευρωπαϊκή λιτότητα, εντούτοις παραμένει προσηλωμένος στη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωζώνη.
6. Χωρίς σχέδιο και ώριμη λαϊκή συνείδηση, οποιαδήποτε απόπειρα Grexit θα αποτελούσε βεβιασμένη κίνηση, περίπτωση την οποία ο ίδιος ο Κ. Λαπαβίτσας έχει χαρακτηρίσει επικίνδυνη.
7. Οι διαβεβαιώσεις για ύπαρξη πολλών εναλλακτικών λύσεων (Λαφαζάνης) και για ετοιμότητα του λαού να πληρώσει το τίμημα της πρώτης δύσκολης περιόδου, εφόσον του ειπωθεί η αλήθεια, προσκρούουν στην απροθυμία της Α.Π. να διευκρινίσει τόσο τις "πολλές εναλλακτικές" όσο και το τίμημα που καλείται ο λαός να πληρώσει.
8. Η επιλογή του Grexit υποτίθεται ότι γίνεται για να διαγραφεί μεγάλο μέρος του χρέους και να αναπτυχθεί εξαγωγικά η οικονομία μέσω δραστικής υποτίμησης της δραχμής. Αν δεν διαγράψεις το μεγαλύτερο μέρος του χρέους, τότε οποιαδήποτε σημαντική δραχμική υποτίμηση θα διογκώσει αντίστοιχα και ανεπανόρθωτα το βάρος του χρέους ακυρώνοντας κάθε αναπτυξιακή ώθηση. Όμως, μονομερής μαζική διαγραφή χρέους ισοδυναμεί με οικονομικό πόλεμο προς την Ε.Ε. και απομόνωση απ' αυτήν. Όχι, η έξοδος δεν θα είναι συναινετική, αλλά θα έχει ως βαρύτατο τίμημα την ετήσια απώλεια 9 δισ. ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών πόρων (5,5 δισ. από προγράμματα ΕΣΠΑ κ.λπ., 1,6 δισ. από δάνεια ΕΤΕπ και 1,8 δισ. σε ξένες άμεσες επενδύσεις) και το σοκ απώλειας 11 δισ. περίπου από την παρεμπόδιση του 1/3 των εξαγωγών μας σε αγαθά και υπηρεσίες (μία τουριστική Οδηγία να εκδοθεί εις βάρος της Ελλάδας, αρκεί...). Μιλάμε, δηλαδή, για ετήσιες απώλειες κοντά στα 20 δισ. ετησίως, ή 12% του ΑΕΠ. Αν αυτό δεν είναι καταστροφή, τι είναι;
9. Για να έχει επωφελές για τον λαό χρεοστάσιο μια χώρα πρέπει να μπορεί να σταθεί όρθια στα δικά της πόδια (αυτοδυναμία) την επομένη, που σημαίνει ικανότητα παραγωγικής και εξαγωγικής ανάκαμψης που στην Ελλάδα δεν υπάρχει, δεδομένης της οικονομικής εξάρτησης από την Ε.Ε. και τη γενικότερη οικονομική κρίση. Αν "προστατεύσεις" το εθνικό νόμισμα με το να μην το εκθέσεις στην ελεύθερη διακύμανση των αγορών (βλ. διοικητικά καθορισμένη ισοτιμία), τότε έχεις ένα νόμισμα μη αποδεκτό στις διεθνείς συναλλαγές και συνεπώς βασίζεσαι αποκλειστικά στα συναλλαγματικά διαθέσιμα για να πληρώνεις τις εισαγωγές σου, διαθέσιμα τα οποία εξοικονομείς μειώνοντας τις εισαγωγές σου κάτω από το επίπεδο των εξαγωγών σου. Και επειδή οι περισσότερες εξαγωγές σου προϋποθέτουν σειρά εισαγωγών σε πρώτες ύλες και μηχανήματα, που δεν θα μπορείς εφεξής να εισάγεις, αυτό σημαίνει πως θα μειωθεί το επίπεδο των εξαγωγών σου και θα ακολουθήσει ακόμη μεγαλύτερη μείωση της στάθμης των εισαγωγών σου (μιλάμε για πάνω από 10-15 δισ. τουλάχιστον), δηλαδή για βύθιση της οικονομίας σε μεγάλη ύφεση. Με άλλα λόγια, θα κρατάς το νόμισμά σου σε μια τεχνητά υψηλή ισοτιμία και την ίδια ώρα θα υποτιμάς την πραγματική σου οικονομία (όπως συμβαίνει σήμερα) με διοικητικούς ελέγχους και περικοπές. Οπότε ποια η χρησιμότητα του εθνικού νομίσματος;
10. Νομισματική υποτίμηση σημαίνει υποτίμηση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Επιπλέον, απόπειρα ανοικοδόμησης της οικονομίας σε εθνική βάση στερείται κάθε σοσιαλιστικής προοπτικής. Γιατί με την παγκοσμιοποίηση ο καπιταλισμός διεθνοποίησε παραγωγικές σχέσεις και δυνάμεις. Και γιατί όλες οι εθνικές επαναστάσεις και σοσιαλιστικές απόπειρες του 20ού αιώνα οδηγήθηκαν σε αποτυχία γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο.




Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Ο γρίφος της δραχμής

Του Δημήτρη Μάρδα*

Η συζήτηση για ευρώ ή δραχμή εύλογα αρχίζει να ξαναφουντώνει παραμονές εκλογών. Αιχμή του δόρατος της συζήτησης είναι ένα σύνολο απόψεων, διάσπαρτων σε όλα τα κόμματα, που υποστηρίζουν ότι η επιστροφή στη δραχμή θα φέρει την ανάσταση της Ελληνικής οικονομίας
Εδώ αρχικά αξίζει να σημειωθεί το εξής. Η ένταξη στο ευρώ αποτελεί μια αμετάκλητη κατάσταση κάθε κράτους-μέλους. Η Συνθήκη της Λισσαβώνας δεν προβλέπει την έξοδο από την Ευρωζώνη. Το μόνο που προβλέπει είναι η έξοδος ενός κράτους-μέλους από την Ε.Ε. με δική του πρωτοβουλία (άρθρο 50). Η έξοδος από το ευρώ δεν συνεπάγεται και έξοδο από την Ε.Ε., σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη.
Μια δεύτερη όμως ανάγνωση της Συνθήκης της Λισσαβώνας μπορεί να οδηγήσει στη διπλή έξοδο τόσο λοιπόν από το ευρώ όσο και από την Ε.Ε. Αυτό προκύπτει από έναν συνδυασμό άρθρων της Συνθήκης και πιο συγκεκριμένα των άρθρων κυρίως 122 και 50.
Σύμφωνα με τα συγκεκριμένα άρθρα, μπορεί να γίνει «τράμπα» ανάμεσα στη γενναία χρηματοδοτική βοήθεια που θα χρειαστεί η Ελλάδα αν αποχωρήσει από το ευρώ και στον εξαναγκασμό της για έξοδο από την Ε.Ε.
Με την επιστροφή στη δραχμή οι αυτονόητες μεταρρυθμίσεις θα εγκαταλειφθούν. Ο βασικός λόγος για την επιστροφή στη δραχμή είναι η αύξηση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού, για να καλυφθούν οι κάθε μορφής ανάγκες. Έτσι θα λειτουργήσει ανεξέλεγκτα ο κρατικός προϋπολογισμός οδηγώντας σε μια δημοσιονομική χαλάρωση στο όνομα της βελτίωσης της ρευστότητας.
Δημοσιονομικά ελλείμματα και πληθωρισμός εύλογα θα αυξήσουν την αβεβαιότητα της ελληνικής οικονομίας, μη παρέχοντας από την άλλη εγγυήσεις για ανάπτυξη και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Το παρελθόν της φθηνής δραχμής αποδεικνύει τα ανωτέρω.
Για όσους γνωρίζουν στοιχειώδη διεθνή μακροοικονομικά, η αβεβαιότητα που επικρατεί σε μια εθνική οικονομία οδηγεί σε προσδοκία μεγάλης υποτίμησης του εθνικού νομίσματος, με αποτέλεσμα να τίθενται σε λειτουργία οι ονομαζόμενες «αυτοεκπληρούμενες προφητείες» και η πραγματική αξία του νομίσματος να κατακρημνίζεται. Έτσι, η αβεβαιότητα ως προς τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ μεγάλη.
Υποστηρίζεται ότι με την επιστροφή στη δραχμή θα έχουμε ανάπτυξη, καθώς το κράτος θα δημιουργεί όσο χρήμα χρειάζεται για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων. Από την εμπειρία της δραχμής οδηγούμαστε στο ακόλουθο απτό συμπέρασμα. Ουδέποτε, επί δραχμής απαξιούμενης λόγω της υφέρπουσας αβεβαιότητας, κατέγραψε η ελληνική οικονομία ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Τόσο η ανάπτυξη όσο και η βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης μιας οικονομίας και ιδιαίτερα η αύξηση των εξαγωγών εξαρτώνται αποκλειστικά από ένα σύνολο παραγόντων (παραγωγικότητα, τεχνολογία, ανθρώπινο κεφάλαιο κ.λπ.) που δεν έχουν σχέση με το νόμισμα. Το νόμισμα απλά καλείται να διορθώσει βραχυχρόνιες ανισορροπίες που παρατηρούνται στις εξωτερικές μας εμπορικές σχέσεις.
Χώρες ανοικτές σε εισαγωγές, που στηρίχθηκαν στην υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, το μόνο που κατάφεραν είναι, μέσω του εισαγόμενου πληθωρισμού, να μειώσουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και να μεταφέρουν πλούτο στους κερδοσκόπους και την εγχώρια ολιγαρχία.
Μόνο μια άλλη πολιτική, που θα οδηγήσει στην επανεκκίνηση της οικονομίας μέσω ανατροπών, μπορεί να απαλύνει τις δυσμενείς επιπτώσεις της πρόσφατης συμφωνίας. Και όλα αυτά μπορούν να γίνουν στο υφιστάμενο πλαίσιο, χωρίς να παραβιάζονται οι όροι της συμφωνίας και να θίγεται η αξιοπιστία της χώρας, κάτι που δοκιμάστηκε σοβαρά από το 2010 και μετά.


* Ο Δημήτρης Μάρδας είναι τέως αν. υπουργός Οικονομικών και καθηγητής Οικονομικών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο

Εκλογές τελευταίας ευκαιρίας; Του Νικόλα Σεβαστάκη

     



Στις 25 Ιανουαρίου του 2015 ένας ορισμένος «αντιμνημονιακός ριζοσπαστισμός» έγινε κυβέρνηση. Η στιγμή εκείνη ενσωμάτωσε τις σωρευμένες εντάσεις μιας πενταετίας μνημονιακών απογοητεύσεων και λαϊκών θυμών μαζί με τη θολή προσδοκία για μια τομή με τη λιτότητα και τα παλιά συστήματα εξουσίας.
Επτά και οκτώ μήνες μετά η «κυβέρνηση Μαξίμου» – κατά τη δηκτική  έκφραση του Μανώλη Γλέζου και άλλων από τη νέα αριστερή αντιπολίτευση – παραιτείται και προκηρύσσει εκλογές. Ποια είναι όμως η υπόσχεση που έχει να δώσει ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ του τρίτου Μνημονίου προς τους πολίτες; Δεν είναι, φυσικά, η κατάργηση των Μνημονίων (και πώς θα μπορούσε άλλωστε;) αλλά η ομαλοποίηση της οικονομίας, μία ακόμη μάχη κατά της διαφθοράς, οι μεταρρυθμίσεις «με προοδευτικό πρόσημο». Το διάγγελμα του Πρωθυπουργού εμπεριείχε περισσότερη τάξη και νοικοκύρεμα παρά ανατροπές. Είχε βεβαίως να πει για τους εκβιασμούς των εταίρων αλλά απέφυγε τα στοιχήματα απείθειας και ανυπακοής. Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά από τον προηγούμενο χειμώνα και τα συνθήματα της τότε προεκλογικής περιόδου.
Οι επικείμενες εκλογές θα μπορούσαν λοιπόν να ήταν μια τελευταία ευκαιρία για το πολιτικό σύστημα και την Αριστερά. Στον βαθμό μάλιστα που ο λενινισμός της δραχμής και ο ριζοσπαστικός αντιευρωπαϊσμός αποκολλώνται επεισοδιακά από την «κυβερνώσα Αριστερά», η αναμέτρηση θα μπορούσε να φέρει πιο κοντά μια νέα πραγματικότητα στη χώρα: την απαρχή της εξημέρωσης των πολιτικών παθών που έφερε η εποχή της Αγανάκτησης, παρά τη συνέχιση της ύφεσης και τις τραυματικές δυσκολίες στην οικονομία και στην καθημερινότητα.
Εχω ωστόσο αμφιβολίες για ένα τόσο αισιόδοξο σενάριο. Για έναν βασικό λόγο: ο τσιπρικός ρεαλισμός φαίνεται ρηχός και δίχως ποιοτικά στοιχεία αυτεπίγνωσης.
Σε όλον τον ΣΥΡΙΖΑ – και στον «δεξιό» – δεν έχει υπάρξει ως τώρα κανένας σοβαρός προβληματισμός για τις εκτροπές της αντιμνημονιακής οπτικής, για τη σοβαρή προγραμματική ανεπάρκεια που κόστισε ή για τις ανόητες αμετροέπειες περί «αποκατάστασης της δημοκρατίας στη χώρα».
Δεν έχει ανοίξει επίσης καμία ουσιαστική συζήτηση για τη μονόπλευρη ανάγνωση της ελληνικής κρίσης και κυρίως για την άκριτη υποστήριξη σε όλα τα κινήματα και τις διεκδικήσεις κοινωνικών – επαγγελματικών ομάδων όλα τα προηγούμενα χρόνια. Και βέβαια δεν έχει αλλάξει το μοντέλο του επιθετικού / πολεμικού λόγου που λειτουργεί με αφορισμούς.
Ολους αυτούς τους μήνες η «κυβερνώσα Αριστερά» συνέχισε να μιλά στη γλώσσα της ηθικολογικής καταγγελίας και να υποτιμά τις ενδογενείς αιτίες της κρίσης παραπέμποντας σ’ έναν ξύλινο και γενικής κοπής αντι-νεοφιλελευθερισμό.
Αλλά το μεγάλο πρόβλημα που φανερώθηκε με τον εντονότερο τρόπο είναι η περιφρόνηση για τα ίδια τα ζητήματα διαχείρισης και διοίκησης του κράτους και των θεσμών του.
Η ιδεολογική καχυποψία για τον ρόλο της τεχνοκρατίας έγινε εχθρότητα ακόμη και για την ηλεκτρονική ψηφοφορία στις εκλογές των πανεπιστημιακών αρχών.
Το διαζύγιο με τον λενινισμό της δραχμής και τον αριστερισμό είναι μια σημαντική στιγμή. Δίνει όμως περισσότερο την εντύπωση διαμάχης μηχανισμών, δίχως σημαντικό θεωρητικό και αξιακό βάθος.
Η θεοποίηση της πολιτικής και κινηματικής βούλησης έδωσε απλώς τη θέση της στον θρήνο της ήττας είτε σε μια «εξουσιαστική» τεχνολογία της επιβίωσης.
Βρισκόμαστε όμως σε άλλη μια καμπή του ελληνικού δράματος.  Ζούμε μια κρίση μέσα στην κρίση για να παραφράσω τον τίτλο του γνωστού βιβλίου του Ρεζίς Ντεμπρέ για την Επανάσταση. Ο  μοναδικός εύκολος ρόλος πλέον είναι αυτός του νέου μαξιμαλιστικού αντιμνημονιακού χώρου.
Κληρονομεί, όπως φαίνεται, την καθαρή ιδέα του ΣΥΡΙΖΑ δίχως τους «συμβιβασμούς» της διακυβέρνησης. Θα υποδυθεί έτσι την αντιπολίτευση της ψυχής απέναντι στον «μηχανισμό του Μαξίμου» που πρόδωσε το «Οχι» του δημοψηφίσματος. Για άλλη μία φορά θα στηθεί το μεταφυσικό δίπολο λαός – κίνημα / κυβέρνηση – κράτος, από εδώ το «Οχι» της αντίστασης και από εκεί η ατιμωτική συνθηκολόγηση και οι θιασώτες της.
Το ζητούμενο όμως θα ήταν να πάρει επιτέλους κάποιος στα σοβαρά το κράτος και την «ύλη της διακυβέρνησης». Το να κυβερνηθεί πραγματικά η χώρα θα ήταν ένα πρώτο μεγάλο βήμα προς την Αριστερά των «Ναι», αυτή την Αριστερά που δεν θα ζούσε πια με τον αντιδραστικό μύθο μιας ηγεμονικής αυτοδυναμίας αλλά θα ήταν για πρώτη φορά φιλόξενη στις ιδέες, στα σχέδια και  σε κάποια από τα επιχειρήματα των άλλων (και των «μη αριστερών»).
Θα μπορούσαν άραγε αυτές οι εκλογές της ανάγκης και των παιχνιδιών τακτικής να γεννήσουν μια τέτοια ανανεωτική δυναμική;
Η πολιτική, ακόμη και σε αυτούς τους καιρούς των δημοσιονομικών και τεχνικών περιορισμών της, είναι ακόμη χώρος ελευθερίας. Τίποτα δεν αποκλείει θεωρητικά το πλησίασμα του «ρεαλιστικού» ΣΥΡΙΖΑ προς μια συνεργατική και πραγματιστική αντίληψη για τις επιθυμητές αλλαγές στην κοινωνία και στο κράτος. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί χωρίς σημαντικές αλλαγές στην πολιτική κουλτούρα της ελληνικής Αριστεράς.
Υπάρχει όμως κι ένα άλλο ενδεχόμενο: αντί μιας ηγεμονικής επικράτησης του Αλέξη Τσίπρα να έχουμε ένα σκηνικό αδύναμου κατακερματισμού και διασποράς της ψήφου. Να έλθει έτσι πιο κοντά μια νέα φάση αντιπολιτικής κόπωσης με «οπορτουνιστικές» συμμαχίες κορυφής και αντιφιλελεύθερα κινήματα στη βάση. Αυτό θα ήταν πραγματικά η εκδοχή της απελπισίας.
Οτιδήποτε θα ήταν πλέον ικανό να ανακόψει την πορεία προς την αντιπολιτική και την απαισιόδοξη παραίτηση της κοινωνίας θα είναι ένα μεγάλο βήμα μπροστά.
Αρκεί να μην περάσει σε δεύτερο πλάνο το τεράστιο πρόβλημα οικονομικής και θεσμικής αξιοπιστίας στο όνομα ανούσιων πολιτικών τεχνασμάτων και με καινούργιους, άχρηστους ρητορικούς πολέμους.

-Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Επτά λόγοι για τους οποίους το νέο Μνημόνιο δεν είναι χειρότερο από τα προηγούμενα

·                                 Αντωνοπούλου Ράνια
·                                 |
·                                 23.08.2015
Της Ράνιας Αντωνοπούλου*
·                                  
·                                 Σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι η ωραιοποίηση του τρίτου Μνημονίου, το οποίο ούτως ή άλλως απέχει παρασάγγας από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και από τους στόχους τής διαπραγμάτευσης της κυβέρνησής μας. Αντιθέτως, αποσκοπεί στην προσγείωση του δημόσιου διαλόγου στα πραγματικά δεδομένα του νέου προγράμματος

Η φιλολογία γύρω από το τρίτο Μνημόνιο ή το αποκαλούμενο «αριστερό Μνημόνιο» ανθεί με όλες τις υπερβολές και στρεβλώσεις που ναι μεν προσφέρουν τροφή για ιδεολογικοπολιτική διαμάχη και επικοινωνιακές αντιπαραθέσεις, συγχρόνως όμως απομακρύνουν από την πραγματικότητα και αποπροσανατολίζουν τον γόνιμο πολιτικό διάλογο. Σε καμία περίπτωση σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι η ωραιοποίηση του τρίτου Μνημονίου, το οποίο ούτως ή άλλως απέχει παρασάγγας από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και από τους στόχους τής διαπραγμάτευσης της κυβέρνησής μας. Αντιθέτως, αποσκοπεί στην προσγείωση του δημόσιου διαλόγου στα πραγματικά δεδομένα του νέου προγράμματος.
Κατ' αρχάς, πριν αξιολογήσουμε και συγκρίνουμε το περιεχόμενο του τρίτου Μνημονίου με τα πρότερα, θα ήθελα να κάνω κάποιες διευκρινήσεις. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η φιλοσοφία του, όπως και εκείνη των προηγούμενων δύο, εδράζεται στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη λογική της δημοσιονομικής προσαρμογής. Το 2014 αυτή η πολιτική επικαιροποιήθηκε με την υπογραφή του Δημοσιονομικού Συμφώνου (Fiscal Pact), το οποίο προβλέπει για όσες χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν δημόσιο χρέος μεγαλύτερο από 100% του ΑΕΠ (δηλαδή Βέλγιο, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Κύπρο) την υποχρέωση να το μειώνουν κατά 1/20 ετησίως μέχρι να φθάσει το 60% αντίστοιχα. Με αυτό το δεδομένο, με ή χωρίς Μνημόνιο, η Ελλάδα υποχρεούται να πιάσει τον παραπάνω στόχο. Επομένως, η λιτότητα αναπόφευκτα αποτελεί μέρος της πολιτικής για μέλη της Ένωσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά αλλά και μετεκλογικά υποστήριξε και υποστηρίζει ότι η συνταγή της λιτότητας δεν μπορεί να μονοπωλεί τις πολιτικές των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, διότι έτσι καταποντίζεται η οικονομία, οξύνονται οι κοινωνικές ανισότητες και διαρρηγνύεται η κοινωνική συνοχή. Η κυβέρνηση γνώριζε εξ αρχής ότι οι υφιστάμενοι πολιτικοί συσχετισμοί στην Ε.Ε. δύσκολα θα αποδέχονταν τις εναλλακτικές πολιτικές κατευθύνσεις μια αριστερής κυβέρνησης, πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για τη μοναδική αριστερή κυβέρνηση στην Ευρώπη. Παρά τα λάθη τακτικής, διαπραγματευτήκαμε σκληρά και προσπαθήσαμε όσο καμία άλλη ελληνική κυβέρνηση να πείσουμε τους εταίρους για ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής που θα επικεντρωνόταν στην αναπτυξιακή του πτυχή και θα επιμέριζε διαφορετικά τα κοινωνικά βάρη, ευνοώντας τις πιο αδύναμες εισοδηματικά τάξεις. Επιδιώξαμε έναν συμβιβασμό, ο οποίος σίγουρα απείχε από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, αλλά περιείχε λιγότερη δόση λιτότητας. Η εκκωφαντική απόρριψη αυτής της εναλλακτικής πορείας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς εκφράστηκε και με το κλείσιμο των τραπεζών και την επιβολή των capital controls. Εντούτοις, ο σπόρος της αμφισβήτησης της ασκούμενης πολιτικής έπεσε και η πλειονότητα του ελληνικού λαού νομίζω ότι το αναγνωρίζει. Η πρώτη μάχη χάθηκε, αλλά όχι ο πόλεμος.
Η αναμφισβήτητη για τις προσδοκίες της Αριστεράς ήττα στη διαπραγμάτευση με τους εταίρους έφερε το τρίτο κατά σειρά Μνημόνιο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το νέο πρόγραμμα είναι το χειρότερο όλων, όπως διατείνονται εκείνοι που επιζητούσαν πάση θυσία μια συμφωνία αλλά και εκείνοι που βλέπουν το μέλλον της χώρας εκτός ευρώ. Το νέο Μνημόνιο είναι μεν επαχθές για τον βασανισμένο ελληνικό λαό, αλλά σαφώς ελαφρύτερο από όλα όσα προηγήθηκαν ή προτάθηκαν, όπως αποκαλύπτει η συγκριτική γλώσσα των αριθμών.
Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται επτά κριτήρια σύγκρισης του τρίτου Μνημονίου με τα δύο προηγούμενα καθώς και με τα σχέδια Χαρδούβελη και Γιούνκερ.
1. Η μεγαλύτερη διάρκεια του νέου προγράμματος επιτρέπει τον προγραμματισμό και την ωρίμανση κυρίως των διαρθρωτικών μέτρων, τα οποία χρειάζονται μεγαλύτερη περίοδο για να αποδώσουν. Τα προηγούμενα προγράμματα ήταν έντονα εμπροσθοβαρή και στόχευαν στην άμεση επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, ανεξαρτήτως επιπτώσεων στο κοινωνικό σύνολο.
2. Το συνολικό ύψος των πρόσθετων μέτρων είναι σαφώς μικρότερο σε σχέση με τα δύο προηγούμενα Μνημόνια.
3. Το ύψος των νέων μέτρων, παρ' ότι όλα δεν έχουν θεσμοθετηθεί και εκτιμηθεί από την αρμόδια αρχή, που είναι το ΓΛΚ, είναι σημαντικά μικρότερα σε ετήσια βάση.
4. Οι δημοσιονομικοί στόχοι (πρωτογενή πλεονάσματα) του νέου προγράμματος είναι σημαντικά χαμηλότεροι των άλλων προγραμμάτων, γεγονός που αφήνει περιθώρια σταδιακής ανάκαμψης της οικονομίας.
5. Τα μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να επιφέρουν καλύτερη προσαρμογή του ετήσιου κόστους των μέτρων.
6. Στο τρίτο Μνημόνιο προβλέπεται εξοικονόμηση του κόστους των μέτρων λόγω της αναδιάρθρωσης του χρέους την τριετία 2016 - 2018. Η αναδιάρθρωση χρέους δεν υπήρχε καν στα σχέδια Χαρδούβελη και Γιούνκερ.
7. Στο νέο Μνημόνιο επιτυγχάνεται ευνοϊκότερη προσαρμογή ετήσιου κόστους λόγω αναδιάρθρωσης του χρέους. Συγκεκριμένα, τα 20 δισ. του ΔΝΤ, τα οποία επιβαρύνονταν με επιτόκιο 3,8% (αυτό που δανείζεται βάσει των SDR συν 100 μονάδες βάσης), θα περάσουν στον ESM με επιτόκιο 2,6%. Το ίδιο θα συμβεί και με τα 27 δισ. της EΚΤ (προηγούμενο επιτόκιο 4,5%). Οι παραπάνω διαφορές είναι μόνο ενδεικτικές, αφού το καθένα από τα παραπάνω στοιχεία συντάχθηκε για διαφορετικό σκοπό και χρονικό ορίζοντα.
Φυσικά, δεν καθιστούν το νέο πρόγραμμα λιγότερο επαχθές για τον ελληνικό λαό. Ωστόσο, στο χέρι μας είναι τη μάχη που χάσαμε στη διαπραγμάτευση του προγράμματος διάσωσης της χώρας να την κερδίσουμε ακολούθως στην πράξη, πείθοντας για την ικανότητα καταπολέμησης της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, εκσυγχρονισμού του κράτους και ανακατανομής των πόρων του ΕΣΠΑ υπέρ της δημιουργίας μαζικής απασχόλησης, ώστε μαζί με την ελάφρυνση του χρέους να τονωθεί η ανάπτυξη και να ανασάνει ο τόπος.

* Η Ράνια Αντωνοπούλου είναι αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης