Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Ινστιτούτο Ifo:

Παραπλανητικά τα περί πλεονάσματος


«Για παραπλάνηση της κοινής γνώμης» κάνει λόγο αναφερόμενος στο ελληνικό πρωτογενές πλεόνασμα ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (Ifo) του Μονάχου, Χανς-Βέρνερ Ζιν, ασκώντας σκληρή κριτική στην τρόικα και στην Κομισιόν του οποίους κατηγορεί ουσιαστικά για παραποίηση και επιλεκτική χρήση μεμονομένων στοιχείων

«Τα δημοσιονομικά υπόλοιπα είναι πάντα θετικά, αν αφήσεις απέξω αρκετά στοιχεία δαπανών. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να τηρεί κανείς τους κανόνες της Eurostat ...και όχι να τους κάμπτει κατά βούληση όπως είναι κάθε φορά βολικό» λέει μεταξύ αλλων.

«Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για τέτοια πλεονάσματα προϋπολογισμού», αναφέρει ο κ. Ζιν σε ανακοίνωσή του και προσθέτει:
«Αυτό που έβαλε η τρόικα να ανακοινώσει εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες ήταν ένας αριθμός, ο οποίος απλώς εξαιρούσε οποιαδήποτε στοιχεία δαπανών τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως μη επαναλαμβανόμενα, κυρίως το κόστος διάσωσης των τραπεζών, αν και δεν μπορεί κανείς να προβλέψει ότι στα επόμενα χρόνια δεν θα απαιτηθούν περαιτέρω κεφάλαια για τη διάσωση των τραπεζών.»

Όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση, σύμφωνα με τους κανόνες του Μάαστριχτ και όπως ανακοίνωσε η Eurostat, το έλλειμμα της Ελλάδας για το 2013 έφτασε τα 23 δισεκατομμύρια ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε 12,7% του ελληνικού ΑΕΠ.
Το πρωτογενές έλλειμμα που ανακοινώθηκε από την Eurostat, με άλλα λόγια το έλλειμμα χωρίς το βάρος των επιτοκίων, ήταν σαφώς αρνητικό, στο 8,7% του ΑΕΠ, συνεχίζει ο κ. Ζιν και τονίζει:

«Η ελληνική κυβέρνηση σαφώς δεν έχει πλεόνασμα στον προϋπολογισμό της, όπως μεταδόθηκε χθες. Η Ελλάδα είναι στο χείλος της χρεοκοπίας και θα είχε αναγκαστεί να κηρύξει πτώχευση προ πολλού, εάν οι ιδιωτικές πιστώσεις δεν είχαν αντικατασταθεί από πιστώσεις με χαμηλό επιτόκιο από τα κράτη-μέλη».
«Όλες οι προβλέψεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους που έχουν δημοσιοποιηθεί τα τελευταία χρόνια από την τρόικα και την ΕΕ βασίζονταν σε δραματικά υπερβολικές εκτιμήσεις ανάπτυξης.»
» Ο μόνος λόγος που η Ελλάδα μπορεί να έχει και πάλι πρόσβαση στις χρηματαγορές είναι οι άμεσες και οι υπαινισσόμενες υποσχέσεις διάσωσης από την κοινότητα των κρατών και την ΕΚΤ, οι οποίες σημαίνουν ότι, σε περίπτωση κρίσης, την αποπληρωμή θα αναλάμβαναν οι φορολογούμενοι άλλων χωρών», καταλήγει ο Γερμανός οικονομολόγος.


Τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η Eurostat επιβεβαιώνουν το πολυσυζητημένο πλεόνασμα αλλά μόνο πανηγυρισμούς δεν δικαιολογούν από τη μεριά της κυβέρνησης για την πορεία της ελληνικής οικονομίας

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι το δημόσιο χρέος της χώρας μας είναι βιώσιμο, υπό την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοστεί κατά γράμμα το πρόγραμμα λιτότητας που έχει συμφωνηθεί

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ Του Κ. Μοσχονά



Η Eurostat επιβεβαίωσε χθες, όπως άλλωστε αναμενόταν, τα στοιχεία που της κοινοποίησε η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΛΣΤΑΤ) περί πρωτογενούς πλεονάσματος το 2013. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι με βάση τις εκτιμήσεις της τρόικας το πλεόνασμα ανέρχεται σε 1,5 δισ. ευρώ και θεωρεί ότι το δημόσιο χρέος της χώρας είναι βιώσιμο.
 Προσοχή όμως. Υπό την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοστεί κατά γράμμα το πρόγραμμα που έχουν συμφωνήσει η κυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ με τους εταίρους και δανειστές και θα συνεχιστούν οι προσπάθειες για την πλήρη εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών.


 Μέχρι το 2020!
Με άλλα λόγια, η πολιτική λιτότητας και οι ομαδικές απολύσεις πρέπει να συνεχιστούν τουλάχιστον μέχρι το 2020. Και μετά βλέπουμε… Ως προς το ενδεχόμενο μιας περαιτέρω στήριξης της Ελλάδας, το συζητάμε μετά τις ευρωεκλογές, μάλλον το φθινόπωρο… Προς το παρόν, τον λόγο έχουν οι πανηγυρισμοί και οι θριαμβολογίες της δικέφαλης ελληνικής κυβέρνησης…

Σχολιάζοντας τα στοιχεία της Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία υπάγεται στην Κομισιόν, o εκπρόσωπος του επιτρόπου Ολι Ρεν μίλησε για αξιοσημείωτη πρόοδο της Ελλάδας στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών της από το 2010. Kαι διευκρίνισε ότι η Επιτροπή θα δώσει αύριο Παρασκευή στη δημοσιότητα την έκθεση αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, με βάση την οποία ελήφθη η καταρχήν απόφαση για τη χορήγηση δανείων ύψους 8,3 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα.

Στο πλαίσιο αυτό, θα ανακοινωθούν οι περαιτέρω λεπτομέρειες για την επίτευξη των οικονομικών στόχων του 2013.

Ετσι, όπως παρατήρησε ο εκπρόσωπος του Φινλανδού επιτρόπου, εκτιμάται ότι το περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα της χώρας ανέρχεται σε 1,5 δισ. ευρώ ή 0,8% του ΑΕΠ.

Ως προς το τι μέλλει γενέσθαι για την περαιτέρω στήριξη της Ελλάδας, ο Σάιμον Ο’Κόνορ υπενθύμισε τη δήλωση που έκανε πρόσφατα ο πρόεδρος της ευρωζώνης Γερούν Ντάισελμπλουμ, σύμφωνα με την οποία η συζήτηση για το θέμα αυτό παραπέμπεται στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, το πιο πιθανόν το φθινόπωρο. Είναι φανερό ότι κανείς εταίρος και δανειστής δεν επιθυμεί την επίσπευση μιας τέτοιας συζήτησης εν όψει των ευρωεκλογών. Το μόνο εφικτό είναι μία δήλωση των εταίρων στο επόμενο συμβούλιο της ευρωζώνης που θα συνέλθει στις 5 Μαΐου, στην οποία οι υπουργοί θα χαιρετίζουν τις προσπάθειες της κυβέρνησης για την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών. Η κυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ βρίσκεται πάντα προς αναζήτηση μιας πολιτικής δήλωσης στήριξης των εταίρων, για εσωτερική κατανάλωση. Μανία κι αυτή…

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα είναι μία από τις 5 χώρες της ευρωζώνης με το χαμηλότερο δημόσιο έλλειμμα, το οποίο ανήλθε το 2013 στο επίπεδο του 2,1% του ΑΕΠ (3,9 δισ. ευρώ), ενώ το όριο είναι 3%. Βέβαια, εάν υπολογιστεί το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών (19,2 δισ. ευρώ) το έλλειμμα φτάνει το 12,7%. Αλλά το κόστος αυτό δεν είναι επαναλαμβανόμενο… Γενικά, 6 χώρες της ευρωζώνης παρουσίασαν έλλειμμα άνω του ορίου του 3% του ΑΕΠ το 2013, έναντι 11 το 2012.

Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών οδήγησε, επίσης, στην αύξηση του δημόσιου χρέους το 2013 στο επίπεδο του 175,1% του ΑΕΠ (318,7 δισ. ευρώ) και είναι το υψηλότερο στην Ε.Ε., με την Ιταλία να καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση (132% του ΑΕΠ).

μέχρι το… 2025 !

 Η Επιτροπή, όμως, αισιοδοξεί -τουλάχιστον πριν από τις ευρωεκλογές- ότι μέχρι το… 2025 θα καταστεί βιώσιμο και αναμένει αισθητή αποκλιμάκωση. Υπό τον όρο, φυσικά, ότι θα συνεχιστεί το πρόγραμμα λιτότητας στη χώρα, με όλες τις επιπτώσεις…
 Γολγοθάς…
 «Ναι, το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχιστεί πιστά η εφαρμογή του προγράμματος και θα συνεχιστούν οι προσπάθειες για την πλήρη εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών», δήλωσε ο Σάιμον Ο’Κόνορ, μεταφέροντας τη θέση του Ολι Ρεν…

Το ΑΕΠ συρρικνώθηκε το 2013 κατά 11,3 δισ. ευρώ, και από 193,347 δισ. ευρώ βρέθηκε στο επίπεδο των 182,054 δισ. ευρώ. Και οι δημόσιες δαπάνες ανήλθαν στο 58,5% του ΑΕΠ. Αύξηση σημειώθηκε και στα δημόσια έσοδα (45,8% του ΑΕΠ έναντι 44,4% το 2012). Τα χαράτσια αποδίδουν…

Τα στοιχεία, λοιπόν, που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η Eurostat κάθε άλλο παρά επιτρέπουν πανηγυρισμούς από την πλευρά της κυβέρνησης, έστω σε προεκλογική περίοδο. Αλλά έχουμε πλεόνασμα… Της κακομοιριάς…

Επιστροφή στην ομαλότητα...μετά από 2,5 αιώνες

Καρίτζης Ανδρέας
19.04.2014
Η Ελλάδα βγήκε στις περίφημες αγορές. Το ελληνικό κράτος αναζήτησε χρηματοδότηση, δηλαδή κάλεσε κατόχους χρήματος να το δανείσουν, ώστε να βρει πόρους. Οι κάτοχοι χρήματος δάνεισαν την Ελλάδα με μόνο κριτήριο ότι θα έχουν κέρδος από αυτή την ενέργεια. Θα λάβουν δηλαδή πίσω τα χρήματά τους συν ένα επιπλέον ποσό. Δηλαδή, οι κάτοχοι χρήματος θα αυξήσουν τον πλούτο τους μην κάνοντας τίποτα, απλώς δίνοντας τη δυνατότητα σε μια κοινωνία να λειτουργήσει.
Επιστροφή στην ομαλότητα δεν σημαίνει επιστροφή σε πιο δημοκρατικές συνθήκες αλλά στην εμπέδωση του δεσποτισμού των αγορών επί των κοινωνιών ως κάτι απολύτως φυσιολογικό
Αυτή είναι η λειτουργία του χρήματος: επιτρέπει την έναρξη μιας αλυσίδας ενεργειών απαραίτητων για την αναπαραγωγή της κοινωνίας. Αυτοί που ελέγχουν τη ροή του χρήματος, αυτοί που αποφασίζουν αν και πόσο ακριβά θα δανείσουν μια κοινωνία για να μπορεί να λειτουργήσει, έχουν εν τέλει και τον έλεγχο των κρίσιμων αποφάσεων για την εν λόγω κοινωνία. Αν δεν τους αρέσουν οι αποφάσεις που παίρνει, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανένα, έχουν τη δυνατότητα να πιέσουν για την αλλαγή τους (π.χ. διακοπή χρηματοδότησης, αύξηση κόστους δανεισμού).
Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που οι αγορές ελέγχουν τη ροή του χρήματος, μετατρέπονται στον απόλυτο κριτή για το τι συνιστά επιτυχημένη πολιτική. Η λογική των αγορών μετατρέπεται στο κριτήριο με το οποίο αξιολογείται η πολιτική: εκείνη η πολιτική που εναρμονίζεται περισσότερο με τις προσδοκίες των κατόχων χρήματος είναι αυτή που κερδίζει περισσότερο την εμπιστοσύνη τους και εξασφαλίζει φθηνότερη πρόσβαση στο βασικό μέσο, το χρήμα, για να μπορέσει να λειτουργήσει και να επιβιώσει μια κοινωνία. Το κριτήριο αποτίμησης μιας πολιτικής δεν είναι η ικανοποίηση των αναγκών και των προσδοκιών των πολιτών, αλλά η εναρμόνιση με τις αναλύσεις κερδοφορίας των κατόχων χρήματος. Η εξουσιοδότηση για τη λειτουργία και αναπαραγωγή της κοινωνίας προς μια κατεύθυνση δεν (πρέπει να) ανήκει στους πολίτες που δεν κατέχουν οικονομική ισχύ, αλλά στους κατόχους του χρήματος.
Αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι η φυσιογνωμία της ίδιας της κοινωνίας, το αν θα είναι δημοκρατική ή απολυταρχική. Στις δημοκρατικές κοινωνίες οι πολίτες είναι αυτοί που αποφασίζουν ποια θα είναι η πορεία της κοινωνίας εκφράζοντας τη συναίνεσή τους σε μια πολιτική. Λένε δηλαδή ναι σε κάποιες επιλογές και όχι σε κάποιες άλλες στη βάση κριτηρίων που σχετίζονται με τη ζωή τους και τις προσδοκίες για το μέλλον το δικό τους και των παιδιών τους.
Στις απολυταρχικές κοινωνίες οι κρίσιμες αποφάσεις είναι προνόμιο των οικονομικών ελίτ και λαμβάνονται με γνώμονα τις δικές τους προσδοκίες για περαιτέρω συσσώρευση πλούτου και άρα ισχύος. Δεν έχουν κανένα λόγο να συναινούν σε πολιτικές που ενδυναμώνουν τους πολίτες, αναβαθμίζουν τις δυνατότητες και τη ζωή τους και καλλιεργούν αξιώσεις λόγου επί των ζητημάτων που τους αφορούν. Οι αγορές θα επιβραβεύουν διά του φθηνού δανεισμού πολιτικές οι οποίες ενισχύουν τη συσσώρευση πλούτου στα χέρια των κατόχων χρήματος και που διασφαλίζουν το καθεστώς υποτέλειας των πολιτών απέναντί τους. Αυτές θα είναι οι επιτυχημένες πολιτικές.
Υπό αυτό το πρίσμα τα Μνημόνια είναι όντως μια μεταβατική κατάσταση. Η τρόικα συμβολίζει μια γιγαντιαία θεσμική επιχείρηση ώστε η εναπομείνασα, αφυδατωμένη, αστικοδημοκρατική κοινωνική δομή των τελευταίων ετών -προϊόν και αυτή παρατεταμένης προσπάθειας απαξίωσης της ουσίας της δημοκρατίας από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ- να μετασχηματιστεί σε μια απολυταρχική δομή όπου οι αγορές θα ελέγχουν πλήρως και αποκλειστικά την πορεία των κοινωνιών.
Στόχος των μνημονιακών δυνάμεων είναι όντως να βγούμε από τα Μνημόνια, δηλαδή από αυτή τη μεταβατική φάση θανάτωσης της ελάχιστης δημοκρατίας που είχε απομείνει στην κοινωνία, και να περάσουμε στην ομαλότητα. Δηλαδή σε μια απολυταρχική κοινωνία, όπου θεωρείται δεδομένο ότι κριτής για την πορεία της κοινωνίας είναι οι αγορές, δηλαδή οι οικονομικές ελίτ και σκοπός της κοινωνίας θα είναι η περαιτέρω συσσώρευση ισχύος και πλούτου στα χέρια τους.
Επιστροφή στην ομαλότητα δεν σημαίνει επιστροφή σε πιο δημοκρατικές συνθήκες -δηλαδή στην εκ νέου εκχώρηση στους πολίτες της δυνατότητας να επηρεάζουν τις κρίσιμες αποφάσεις-, αλλά στην εμπέδωση του δεσποτισμού των αγορών επί των κοινωνιών ως κάτι απολύτως φυσιολογικό.

Με τα Μνημόνια επιχειρείται να κλείσει μια ιστορική φάση 2,5 αιώνων - η οποία συμβολικά εγκαινιάζεται με τη γαλλική επανάσταση - κατά την οποία οι λαοί επιχείρησαν πολλαπλά και εν μέρει πέτυχαν να έχουν πρόσβαση στις κρίσιμες αποφάσεις. Κατά τη διάρκεια αυτής της δημοκρατικής πλημμυρίδας οι ελίτ μετασχηματίστηκαν από κάτοχους γης σε κατόχους χρήματος. Έγιναν οι περίφημες αγορές.
Σήμερα, οι νέες ελίτ νιώθουν έτοιμες να δώσουν ένα τέλος στη δημοκρατική "ανωμαλία" και αξιώνουν ευθαρσώς την αποκλειστικότητα επί των κρίσιμων αποφάσεων και τον πλήρη έλεγχο της κοινωνίας. Υπό αυτή την έννοια, η έκφραση "επιστροφή στην ομαλότητα" έχει ιστορικό και πολιτισμικό βάθος: σημαίνει επιστροφή στην απολυταρχική κοινωνία. Σημαίνει την είσοδο σε μια εποχή βαθιάς πολιτισμικής, θεσμικής και εν τέλει πολυδιάστατης παρακμής.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η Αριστερά οφείλει με παρρησία να κοινωνήσει στους πολίτες το βάθος της μάχης που καλούνται να δώσουν για να παραμείνουν στοιχειωδώς αξιοπρεπείς. Πέρα από την προφανή προεκλογική διάσταση της εξόδου στις αγορές και τη γελοιότητα της επικοινωνιακής διαχείρισής της πάνω στα ερείπια της κοινωνίας, οφείλουμε να αναδείξουμε τον πυρήνα της "ορθολογικότητας" των αγορών, που δεν είναι άλλος από την απολυταρχική κοινωνία. Μόνο μεταφέροντας το πεδίο της αντιπαράθεσης στον πυρήνα της σύγκρουσης θα είμαστε σε θέση να ενισχύσουμε το φρόνημα και τη συνειδητοποίηση των πολιτών ώστε να επιφέρουν ένα συντριπτικό πλήγμα στις δυνάμεις της παλινόρθωσης στις επικείμενες εκλογές.

Ανδρέας Καρίτζης είναι μέλος της Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ


Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Η Αυτοδιοίκηση μπροστά στον καθρέφτη

 

·                                 Βαρβιτσιώτης Βασίλης
·                                 13.04.2014
Σε λίγες μόλις εβδομάδες, οι Ευρωπαίοι πολίτες θα κληθούν για μια ακόμη φορά να ασκήσουν το δημοκρατικό τους δικαίωμα, εκλέγοντας τους αντιπροσώπους που θα απαρτίσουν το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, η προσεχής εκλογική διαδικασία θα λάβει χώρα μέσα σε ένα κλίμα έντονης αβεβαιότητας και ανησυχίας αναφορικά με το μέλλον των ευρωπαϊκών λαών.
Απόρροια της υφιστάμενης ευρωπαϊκής πραγματικότητας συνιστά η γενικευμένη αμφισβήτηση τόσο απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και φορείς όσο και απέναντι στις εθνικές κυβερνήσεις και τις τοπικές διοικήσεις που αποτελούν την πλησιέστερη εξουσία προς τον πολίτη.
Η τρέχουσα οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία όπως αποδεικνύεται ολοένα και περισσότερο συνιστά κρίση δομών, αξιών και αρχών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ενέχει τέτοιες συνέπειες για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα των λαών της Ευρώπης, ώστε να εγείρονται ερωτηματικά για το κατά πόσον οι υφιστάμενες πολιτικές που υιοθετούνται είναι ικανές να αντιστρέψουν το κλίμα προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης και της ευημερίας, όχι μόνο των αριθμών αλλά και των λαών της Γηραιάς Ηπείρου.
Η διεξαγωγή των εκλογών για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο ωστόσο, συμπίπτει στη χώρα μας με τις εκλογές για την ανάδειξη των αυτοδιοικητικών αρχών. Το γεγονός αυτό συνειρμικά, ανασύρει στην επιφάνεια ζητήματα που σχετίζονται με την πορεία της ευρωπαϊκής τοπικής αυτοδιοίκησης και του ρόλου της σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και ανταγωνιστικό περιβάλλον, καθώς και τις νέες προκλήσεις και μετασχηματισμούς που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση τις επόμενες δεκαετίες.
Η υφιστάμενη ευρωπαϊκή πραγματικότητα λοιπόν, διαμορφώνει νέα πεδία δράσης και νέες προτεραιότητες για την ευρωπαϊκή τοπική αυτοδιοίκηση, οι βασικοί φορείς της οποίας, όπως είναι η Επιτροπή Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Δήμων και Περιφερειών, βρίσκονται στη διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης πολιτικών στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» (Στις 3 Μαρτίου 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την τελική πρόταση για τη στρατηγική Ευρώπη 2020, οι προτεραιότητες και οι στόχοι της οποίας συμφωνήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Ιούνιο του ίδιου έτους).
Η στρατηγική αυτή η οποία πριμοδοτεί νέα μοντέλα ανάπτυξης, επενδύοντας ταυτόχρονα στην πολιτική και κοινωνική συνοχή, καλείται να αντιμετωπίσει τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας, τις έντονες δημογραφικές αλλαγές που τείνουν στη συρρίκνωση του νεότερου πληθυσμού, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τον ψηφιακό αναλφαβητισμό, την αναγκαιότητα για παροχή ποιοτικών κοινωνικών υπηρεσιών, τις περιβαλλοντικές αλλαγές, την επιτακτική ανάγκη για αύξηση της πραγματικής οικονομίας και την ενίσχυση της καινοτομίας.
Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, η Επιτροπή Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Δήμων και Περιφερειών, θεωρούν ως απαραίτητη προϋπόθεση την ενίσχυση του ρόλου τους ως εκπροσώπων των περιφερειακών και τοπικών αρχών, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της εμπλοκής τους στη διαδικασία όχι μόνο γνωμοδότησης αλλά ελέγχου και υλοποίησης των πολιτικών που έχουν δρομολογηθεί. Η παραπάνω αξίωση των ευρωπαϊκών φορέων εδράζεται στο γεγονός πως, οι αυτοδιοικητικές αρχές κάθε κράτους-μέλους είναι σε θέση να γνωρίζουν τις τοπικές ιδιαιτερότητες και ανάγκες, με αποτέλεσμα να τις αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, γεγονός που τους επιτρέπει να συμβάλλουν στην άμβλυνση των αναπτυξιακών κενών κάθε περιφέρειας.
Με γνώμονα συνεπώς την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας μεταξύ των ευρωπαϊκών, εθνικών, περιφερειακών και τοπικών διοικήσεων, πρότειναν και πέτυχαν τη διαμόρφωση ενός Συμφώνου Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών (Ιούνιος 2010), το οποίο κινείται σε δύο άξονες: Αφενός στον έλεγχο και στην εφαρμογή των σχεδιαζόμενων πολιτικών και αφετέρου στη διασφάλιση της επικοινωνίας και της συνεργασίας μεταξύ των φορέων υλοποίησής τους.
Από τα παραπάνω γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η υφιστάμενη κοινωνική ευρωπαϊκή πραγματικότητα έχει επηρεάσει καταλυτικά τις δομές και τις λειτουργίες ενός συστήματος το οποίο προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει το ρόλο του και να ανακτήσει τα ερείσματά του στη συνείδηση των λαών της Ευρώπης.
Η προσπάθεια των φορέων της ευρωπαϊκής τοπικής αυτοδιοίκησης με τη στρατηγική «Ευρώπη 2020», κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Το ερώτημα συνεπώς που προκύπτει, εν όψει και των επερχόμενων αυτοδιοικητικών εκλογών στη χώρα μας, είναι κατά πόσον η ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση είναι σε θέση να ανταπεξέλθει στα νέα δεδομένα, να προσδιορίσει εκ νέου τη θέση της στον ευρωπαϊκό αυτοδιοικητικό χάρτη και να εκμεταλλευτεί τα σύγχρονα εργαλεία προκειμένου να μετέχει ισάξια με τις αυτοδιοικήσεις των υπολοίπων κρατών-μελών στο σχεδιασμό και την υλοποίηση στρατηγικών πολιτικών.
Το παραπάνω ερώτημα δε θα μπορούσε φυσικά να εξαντληθεί στην περιορισμένη έκταση του συγκεκριμένου άρθρου. Αυτό το οποίο μπορεί ωστόσο να επιχειρηθεί, είναι κάποιες βασικές επισημάνσεις αναφορικά με την υφιστάμενη πραγματικότητα της ελληνικής τοπικής αυτοδιοίκησης η οποία αποτελεί απόρροια του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Η εφαρμογή του προγράμματος «Καλλικράτης» το οποίο βρίσκεται σε ισχύ εδώ και τρία περίπου χρόνια, συνέπεσε με μια περίοδο ραγδαίων αλλαγών τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Την περίοδο αυτή, το ελληνικό δημόσιο εξοικονόμησε περίπου 3.5 δισεκατομμύρια ευρώ από τους πόρους της αυτοδιοίκησης, μειώνοντας ταυτόχρονα περίπου 30% τις αντίστοιχες επιχορηγήσεις. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει όπως είναι φυσικό το όλο εγχείρημα, χωρίς ωστόσο να σημαίνει πως η μείωση των οικονομικών μεγεθών των φορέων της αυτοδιοίκησης συνιστούν το μείζον πρόβλημα της λειτουργίας τους. Και αυτό γιατί, πέραν της έλλειψης πόρων για την υλοποίηση της πρόσφατης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας στο χώρο της αυτοδιοίκησης, τα κριτήρια με τα οποία σχεδιάστηκε, επικοινωνήθηκε και εφαρμόζεται το πρόγραμμα «Καλλικράτης» το καθιστούν στα βασικά του σημεία ελλιπές και ανεπαρκές.
Αρκεί να σημειώσουμε πως, τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του προγράμματος, το κεντρικό κράτος, οι περιφέρειες και οι τοπικές διοικήσεις δεν έχουν βρει το βηματισμό τους αναφορικά με τις συνέργειες και συνεργασίες που επιβάλλονται μεταξύ όλων των βαθμίδων της διοίκησης σχετικα με τη χάραξη και την υλοποίηση πολιτικών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά του 1ου Τακτικού Συνεδρίου Περιφερειών (Αθήνα 14-15 Φεβρουαρίου 2013), δεν έχει ακόμη προβλεφθεί ο ρόλος των περιφερειών αναφορικά με το σχεδιασμό και την εφαρμογή συγχρηματοδοτούμενων επιχειρησιακών προγραμμάτων για την περίοδο 2014-2020 καθώς και η δυνατότητά τους να μετέχουν στο χωροταξικό σχεδιασμό και στον αναπτυξιακό προγραμματισμό μέσω της έκδοσης κανονιστικών πράξεων για την περιφερειακή ανάπτυξη.
Τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν ωστόσο κάτι πολύ βαθύτερο από απλές αστοχίες κατά το σχεδιασμό. Καταδεικνύουν την κουλτούρα ενός συγκεντρωτικού κράτους με μειωμένα αντανακλαστικά διακυβέρνησης και συνεπώς ισχνή διαβούλευση μεταξύ των φορέων της διοίκησης. Καταδεικνύουν ακόμη την κουλτούρα ενός διοικητικού μηχανισμού που θεωρεί το κράτος «λάφυρο» στα χέρια μιας διοικητικής ελίτ, η οποία ανίκανη να παρακολουθήσει τις αλλαγές που συντελούνται σε παγκόσμιο επίπεδο, στέκεται αδρανής και φοβική απέναντι στις νέες προκλήσεις και ευκαιρίες, με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον της διατήρησης ενός πελατειακού μηχανισμού ο οποίος αποτελεί και το μοναδικό σημείο αναφοράς της.
Σε αντίθεση με την ελληνική πραγματικότητα και υπό το βάρος των ραγδαίων αλλαγών που συντελούνται σε παγκόσμιο επίπεδο και έχουν επηρεάσει καταλυτικά τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, οι φορείς της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης φαίνεται πως συνιστούν για τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη το στοίχημα της επόμενης ημέρας. Το αναπτυξιακό εργαλείο που θα αποτελέσει το βασικό συντελεστή σχεδιασμού και υλοποίησης των στρατηγικών πολιτικών. Και αυτό γιατί οι αυτοδιοικητικές αρχές της Ευρώπης, είναι σε θέση να γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε περιφέρειας, γεγονός που τους επιτρέπει να συμβάλλουν με άμεσο και αποτελεσματικό τρόπο στην άμβλυνση των ανισοτήτων και στην αναπτυξιακή τους προοπτική.
Το ευρωπαϊκό αυτό στοίχημα ωστόσο, θα πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα και για την ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία μπορεί και πρέπει να αποτελέσει το όχημα της χώρας μας για έξοδο από την υφιστάμενη πραγματική οικονομική, πολιτική και κοινωνική ύφεση των τελευταίων δεκαετιών.


 Βασίλης Βαρβιτσιώτης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου

Ριζοσπαστική δημοκρατία και συλλογικά κινήματα σήμερα

·                                 Κιουπκιολής Αλέξανδρος
·                                 |
·                                 19.04.2014
Προδημοσίευση από τον τόμο που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Ashgate, στα αγγλικά, με την επιμέλεια των Αλ. Κιουπκιολή και Γ. Κατσαμπέκη.

Βιοπολιτική του πλήθους ενάντια στη μετα-μαρξιστική ηγεμονία

Τρεις τουλάχιστον διαστάσεις της ηγεμονικής πολιτικής θα έπρεπε εύλογα να διατηρηθούν σε σημερινά εγχειρήματα που προσβλέπουν στην ανάπτυξη αυτόνομων και εξισωτικών κοινωνικών ενώσεων. Με βάση τη λογική παραδοχή ότι τα κατεστημένα συμφέροντα, οι πλουτοκράτες και οι κρατούσες ολιγαρχίες δεν θα εγκαταλείψουν εκούσια την εξουσία τους, την ιδιοκτησία τους και τα προνόμιά τους, θα είναι απαραίτητο να συνεχιστεί ένας ηγεμονικός αγώνας για την αναδιάταξη των σημερινών ισορροπιών δυνάμεων και την αντικατάστασή τους με μια διαφορετική δομή εξουσίας που θα επιδιώξει να ελαχιστοποιήσει την κυριαρχία, τις ιεραρχίες και τους αποκλεισμούς. Υπολείμματα ανισομερούς, συγκεντρωτικής εξουσίας είναι πιθανόν επίσης να διατηρούνται μέσα στην ίδια τη συλλογική αυτοδιαχείριση των κοινών, όπως φανερώνει το παράδειγμα των κοινοτήτων ανοικτού λογισμικού. Η αποτελεσματική διαχείριση των κωδίκων που είναι ελεύθερα διαθέσιμοι σε όλους συνδυάζει τις εθελοντικές συνεισφορές μιας δυνάμει απεριόριστης κοινότητας χρηστών, που διακρίνονται από ποικίλους βαθμούς εμπειρίας και ενδιαφέροντος με έναν προσηλωμένο πυρήνα κύριων προγραμματιστών που επιβλέπουν υπεύθυνα τη διαδικασία της ανάπτυξης μιας βασικής εκδοχής του κώδικα.1
Δεύτερον, ακόμη και αν οραματίζεται κανείς πιο ελεύθερους, πλουραλιστικούς και εξισωτικούς κόσμους, και τους αγώνες για την πραγμάτωσή τους, με τους όρους συναρμογών που συνεργάζονται εν μέρει και συγκρούονται από άλλες πλευρές, ένας βαθμός ηγεμονίας ως συλλογικής ενότητας-συνοχής θα είναι πάντα απαραίτητος για να αποφεύγονται αμοιβαία καταστροφικές αντιθέσεις. Αυτή η συνοχή-ενότητα θα ήταν περιττή μόνο αν οι κοινωνικές και ατομικές διαφορές εναρμονίζονταν αυτόματα μεταξύ τους, και ολέθριες συγκρούσεις μπορούσαν να αποφευχθούν με κάποιο μαγικό τρόπο, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
Τρίτον, σχέσεις αντιπροσώπευσης και η διαλεκτική μερικού/καθολικού, με την οποία μια επιμέρους δύναμη αναλαμβάνει καθολικά καθήκοντα και μιλά στο όνομα του συνόλου, θα αναπαράγονται σε κάθε συλλογικότητα όπου η βούληση των πολλών δεν θα συμπίπτει με τη βούληση όλων. Μια τέτοια σύγκλιση δεν είναι λογικά αδιανόητη, αλλά είναι εμπειρικά απίθανη σε κοινωνίες με ελεύθερες, ποικίλες και διαφοροποιούμενες μοναδικότητες όπου κανένας καθολικός λόγος, καμία φύση και καμία ομοιογενής παράδοση δεν εγγυάται την τελική συμφωνία διαφορετικών αντιλήψεων, αξιών και επιδιώξεων στις πολιτικές διαδράσεις.

Για μια άλλη ηγεμονία του πλήθους

Ωστόσο, ακόμη και αν διέπεται από τα τυπικά χαρακτηριστικά της ανισομερούς εξουσίας, της ενοποίησης και της αντιπροσώπευσης, μια σύγχρονη ηγεμονία αυτοοργανωμένων πολλαπλοτήτων θα διαρρήξει πολλά δεσμά ανισότητας, ετερονομίας και καταπίεσης της πολιτικής της ηγεμονίας.
Ας ξεκινήσουμε με τις κάθετες, ανισομερείς σχέσεις εξουσίες. Ενάντια στην κυρίαρχη δύναμη ενός κόμματος που καθοδηγείται από «στρατηγούς»,2 ενάντια στη συνεκτική λειτουργία που αναλαμβάνουν ηγέτες και αυτόνομοι αντιπρόσωποι, και έναντια στην προβολή της ανάγκης για ασύμμετρη εξουσία,3 η εξισωτική πολιτική των πολλών επιδιώκει σήμερα μια οριζόντια, μη ιεραρχική συλλογική οργάνωση σε δίκτυα που προωθεί την ίση συμμετοχή όλων, απορρίπτοντας τις κομματικές γραφειοκρατίες, τους ηγέτες και την κυρίαρχη αντιπροσώπευση. Η πιθανή επιβίωση ή εκ νέου ανάδυση ιεραρχιών και σχέσεων εξουσίας εξαιτίας της ύπαρξης άνισων ικανοτήτων και μιας ενδεχόμενης αδυναμίας να επιτευχθεί η ελεύθερη συναίνεση δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως μοιραία κατάσταση στην οποία θα πρέπει να υποταχθούμε. Θα πρέπει να εκλαμβάνονται, απεναντίας, ως ένας πάντοτε παρών κίνδυνος. Οι ελεύθερες συλλογικότητες θα πρέπει να διατηρούν και να οξύνουν την επίγνωση αυτής της δυνατότητας και θα πρέπει να θεσπίσουν διάφορες διαδικασίες αντιπαράθεσης, αμφισβήτησης και αγώνα που θα συμβάλλουν στη μέγιστη δυνατή ανάπτυξη της ίσης ελευθερίας.
Οι αυτόνομες πολλαπλότητες θα μπορούσαν να υιοθετήσουν ποικίλες μορφές συγκεντρωτισμού, όπως γενικές συνελεύσεις που θα συντονίζουν πολλές μικρότερες συνελεύσεις και διάφορες κινητοποιήσεις, ή αφοσιωμένες ομάδες ατόμων που συμμετέχουν συστηματικά σε ανοικτές συλλογικές διαδικασίες για τη διαχείριση κοινών πόρων, σε στενό διάλογο με τις ευρύτερες κοινότητες που υπηρετούν. Αλλά η κυρίαρχη επιδίωξη θα στρέφεται ενάντια στους αποκλεισμούς, τις ιεραρχίες και τους ηγέτες, και θα πρέπει να διεξάγεται ένας συνεχής αγώνας για το άνοιγμα της πρόσβασης και την εξίσωση των σχέσεων εξουσίας στις πρακτικές της συλλογικής αυτοκυβέρνησης. Στον βαθμό που είναι πάντα πιθανή η επανεμφάνιση ασύμμετρων σχέσεων ισχύος, ή στο μέτρο που είναι σκόπιμο να συγκροτηθούν τέτοιες σχέσεις υπό ιδιαίτερες συνθήκες, η πλήρης οριζοντιότητα δεν μπορεί να αποτελεί μια μόνιμη κατάσταση, αλλά θα είναι ένας ορίζοντας διαρκούς πάλης ενάντια στα υπολείμματα της άνισης, ιεραρχικής και συγκεντρωτικής εξουσίας.
Απέναντι στους αντιπάλους μιας ριζοσπαστικής δημοκρατίας του πλήθους θα πρέπει να ασκηθεί μια άνιση εξουσία, τόσο κατά τη διάρκεια των αγώνων για την εγκαθίδρυση αυτής της δημοκρατίας όσο και εν συνεχεία για τη διαφύλαξή της. Αλλά οι εχθροί της ισότιμης και πλουραλιστικής αυτοοργάνωσης θα είναι οι υπερασπιστές κατεστημένων συμφερόντων, ιεραρχικών και αποκλεισμών. Έτσι η συλλογική εξουσία θα ασκηθεί ενάντια στους φορείς και τα ερείσματα της κυριαρχίας. Ενάντια στις εδραιωμένες και μαχητικές ελίτ θα πρέπει επίσης να κινητοποιηθούν ισχυρές «αντιεξουσίες» ώστε να καταστεί δυνατή η συλλογική επανοικειοποίηση των κοινών και να μπει τέλος στην περιβαλλοντική καταστροφή. Αλλά καμία κυρίαρχη εξουσία δεν θα πρέπει να επιβάλει τα σχήμα της εξισωτικής της αυτοδιαχείρισης σε άτομα και συλλογικότητες που διαφωνούν, καθώς κάτι τέτοιο αντίκειται στην ίδια την ιδέα της ελεύθερης συλλογικής αυτοοργάνωσης.
Προχωρώντας τώρα στην ενότητα του ηγεμονικού μπλοκ -τον τρόπο σύνθεσής του- η θετική αξιολόγηση της ποικιλομορφίας και των αυτόνομων συντακτικών πρακτικών από τα «νεότατα κοινωνικά κινήματα»4 οδηγεί σε μια αρχή ενότητας που συγκρούεται κατά μέτωπο με την κατά Γκράσμι πνευματική, ηθική, πολιτική και οικονομική ομοιογένεια η οποία επιβάλλεται στο σύνολο από ηγετικές ομάδες και το κράτος.5 Τη νέα αρχή του ελεύθερου και εξισωτικού πλουραλισμού στις μορφές της κοινωνικής συνένωσης, στις συμμετοχικές οικονομίες κ.ο.κ. συνοψίζει εύγλωττα ένα γνωστό σύνθημα των Ζαπατίστας: «Ένα Όχι, πολλά Ναι»: ένα όχι στην παγκόσμια ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, πολλά ναι στα ποικίλα σχήματα των ελεύθερων και ισότιμων κοινωνιών που θέλουμε να δημιουργήσουμε σε διαφορετικά μέρη του πλανήτη. Η ανάγκη για συνοχή και η προσήλωση στην αρχή της ίσης ελευθερίας θα θέσουν όρια στο εύρος της δυνατής και αποδεκτής ποικιλομορφίας. Αλλά τα έσχατα όριά της δεν θα καθοριστούν πλήρως εξ αρχής και ο σκοπός θα είναι να επιτρέπεται η μεγαλύτερη δυνατή διαφοροποίηση των ατόμων και των ομάδων, πέρα από οποιαδήποτε καθολική ορθοδοξία ή την επιβολή μιας «ιδανικής ελευθερίας».
Τέλος, η αντιπροσώπευση και η ηγεσία των «αντιπροσώπων». Αυτή είναι μια άλλη καταστατική δομή της ηγεμονίας που διασαλεύεται άρδην και μετασχηματίζεται στους σημερινούς αγώνες του πλήθους. Είναι γεγονός ότι «μειοψηφίες ακτιβιστών» ήταν εκείνες που στήσαν τους καταυλισμούς σε κεντρικές πλατείες της Μεσογείου και στη Βόρεια Αμερική μίλησαν στο όνομα του «λαού» ή του 99%, αν και πόρρω απείχαν από το να συγκεντρώνουν στην πράξη τη λαϊκή πλειοψηφία. Αλλά αυτή η μορφή αντιπροσώπευσης ελάχιστη σχέση έχει με τις θεσμοθετημένες μορφές πολιτικής αντιπροσώπευσης στις φιλελεύθερες δημοκρατίας. Οι αντιπρόσωποι εν προκειμένω δεν συγκροτούν μια κλειστή ελίτ ούτε διαχωρίζονται από την κοινωνία, ασκώντας κυρίαρχη εξουσία πάνω σε αυτούς που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν. Οι μειοψηφίες που κινητοποιούνται εγκαθιδρύουν χώρους συλλογικής πολιτικής συμμετοχής και διαβούλευσης, που είναι προσιτοί σε όλες/ους στη βάση της ισότητας.

 Οι γενικές συνελεύσεις των πλατειών λειτούργησαν ως κοινές δεξαμενές συλλογικής αυτοδιαχείρισης που ήταν ελεύθερα ανοικτές σε όλους, χωρίς ηγέτες και αποκλειστικούς τυπικούς κανόνες. Ως συλλογικοί εκπρόσωποι, αυτές οι συνελεύσεις ανοίγουν την αντιπροσώπευση στην ενεργό εμπλοκή και την ευρύτερη επιρροή των «αντιπροσωπευόμενων» -της κοινωνίας ή του λαού τον οποίο εκπροσωπούν.

Απο-προσωποποιούν την αντιπροσώπευση, οι λειτουργίες της οποίας επιτελούνται από ανώνυμα, μεταβλητά πλήθη. Ως αποτέλεσμα, κανένας επιμέρους αντιπρόσωπος δεν διαθέτει κυρίαρχη εξουσία και κάθε πολίτης μπορεί να συμμετάσχει στη διαδικασία.

Η «ηγεσία» την οποία θα μπορούσαν να ασκήσουν τέτοια κινήματα στην κοινωνία δεν είναι απλώς συλλογική, αλλά ανοικτή σε όλους, συμμετοχική και μεταβαλλόμενη, παντρεύοντας με έναν μοναδικό τρόπο την αντιπροσωπευτική με την άμεση δημοκρατία.

1 Βλ. Leadbeater (2009), Ljungberg (2000), Valverde, Solé (2007).
2 Gramsci (1971), σ. 153.
3 Laclau (1996), σσ. 43, 54-57, (2000), σσ. 207-212.
4 Βλ. Day (2005).
5 Gramsci (1971), σσ. 152-3, 181-2, 239, 244, 266, 333, 418.


Κοινωνική πολιτική και Τοπική Αυτοδιοίκηση σε καιρούς κρίσης

·                                 Ντάφλου Αικατερίνη
·                                 |
·                                 Μωυσίδης Αντώνης
·                                 |
·                                 13.04.2014
Θεωρείται πια κοινότοπο να αναφέρεται κανείς στην οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων και στις επιπτώσεις της στην ελληνική οικονομία και κοινωνία και φυσικά στα επιμέρους συστατικά της στοιχεία όπως είναι και η Τοπική Αυτοδιοίκηση (Τ.Α.). Σε μια πρώτη ανάγνωση των επιπτώσεων αυτών, οι άμεσα ορατές εικόνες τόσο στην αγορά όσο και στην κοινωνία της ανεργίας και της φτώχειας λειτουργούν ως αδιάψευστοι μάρτυρες. Αυτές όμως που δε φαίνονται και δε συλλαμβάνονται στην πρώτη αυτή προσέγγιση είναι οι μεσομακροπρόθεσμεςαποδιαρθρωτικές της συνέπειες στις δομές και τη λειτουργία της κοινωνίας. Συνέπειες που μελλοντικά θα αποδειχθούν, πιθανότατα, ως οι πλέον οδυνηρές, Η αλλοίωση π.χ. του κοινωνικού ιστού, η ακύρωση, στην ουσία τους, των εννοιών της «κοινωνικής συνοχής», της συλλογικής σύλληψης και διευθέτησης των κοινωνικών προβλημάτων, η συρρίκνωση της θεσμικά οργανωμένης κοινωνικής πολιτικής και η εδραίωση της μετατόπισης από τη «συλλογική ηθική ευθύνη» στην, φιλελεύθερης λογικής, «εξατομικευμένη» ή «οικογενειακή» «σωτηρία» των πολιτών προοιωνίζουν, με τα σωρευτικά τους αποτελέσματα, μια ριζική αλλαγή στην αξιακήσύσταση της κοινωνίας και άρα μια τελείως διαφορετική κοινωνία από τη μέχρι σήμερα γνωστή μας. Στο πλαίσιο αυτό η σημερινή κρίση αναδεικνύει την ιδιαίτερη σημασία της Τ.Α. ως πηγής πρωτογενούς εκπροσώπησης των πολιτών και ως θεσμικού φορέα οργάνωσης του «τόπου», ενώ από την άλλη προβάλλει τις δυνατότητες αλλά και τους περιορισμούς της. Από τη μια πλευρά ως πρωτοβάθμια εξουσιαστική έκφραση στο μικροτοπικό επίπεδο και ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της την μετατρέπουν σε προνομιακό πεδίο άμεσης προσφυγής των ανήμπορων πολιτών ενώ από την άλλη «αναβαθμίζουν» την υποχρέωσή της για στήριξη της κοινωνίας που αποδιαρθρώνεται. Μια υποχρέωση που προκύπτει από την ανάγκη υποκατάστασης του μεταπολεμικού Κράτους Πρόνοιας που συρρικνώνεται. Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται μια βασική ιδιοτυπία της σημερινής Τ.Α. στην Ελλάδα η οποία συνίσταται σε μια μεταβατική διαδικασία διττού χαρακτήρα στην οποία βρίσκεται. Ο διττός αυτός χαρακτήρας έγκειται στην ιδιαίτερα δυσμενή συγκυρία της σύμπτωσης της ριζικής διοικητικής μεταρρύθμισης (Νόμος «Καλλικράτης») κατά την οποία καλείται να επωμισθεί πολύ σημαντικές αρμοδιότητες του Κεντρικού Κράτους και στο πεδίο της Κοινωνικής Πολιτικής, με τους βαρείς, όμως, όρους που επιβάλλουν οι οικονομικές και εργασιακές επιπτώσεις της κρίσης και των μνημονίων (πολύ μεγάλη περικοπή των κρατικών πόρων (ΚΑΠ) και των λοιπών ή δυνητικών εσόδων από μιαπτωχευμένη κοινωνία, συρρίκνωση του προσωπικού κλπ.). Αποκτά, δηλαδή, η Τ.Α. μια συνεχώς μεγαλύτερη διαχειριστική ευθύνη χωρίς να είναι έτοιμη και χωρίς την υλική - λειτουργική της θεμελίωση, το επαρκές, δηλαδή, οικονομικό υπόβαθρο.
Στο πλαίσιο αυτό και όπως προκύπτει από πρώτες έρευνες, η κρίση αυτή αλλάζει με ριζικά τους όρους και τις προϋποθέσεις οργάνωσης και άσκησης της Κοινωνικής Πολιτικής. Έτσι, με πρόσχημα ή και λόγω των πολιτικών και των οικονομιών της εγγύτητας, υποχρεούνται οι φορείς της πρωτοβάθμιας, κατά πρώτο λόγο, Τ.Α. να επωμιστούν τον τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό αντίκτυπο των μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών χασμάτων καθώς υποχρεούνται σε σκληρές επιλογές και συμβιβασμούς, ατομικούς και συλλογικούς, σε μια απέλπιδα προσπάθεια διατήρησης της στοιχειώδους κοινωνικής συνοχής με όλο και λιγότερα μέσα και εργαλεία. Κατ' ουσίαν, καλούνται, ως τοπικές διοικήσεις και καθημερινοί και «κατά πρόσωπο» άμεσοι αποδέκτες της κοινωνικής ανημπόριας και δυσαρέσκειας, να λειτουργήσουν ως δυνητικοί σταθεροποιητές στη διαδικασία άμβλυνσης των κοινωνικών συνεπειών της κρίσης. Κι όλο αυτό υπό τη σκιά της αυξανόμενης απόσυρσης της Κεντρικής Διοίκησης από την οργάνωση και άσκηση της Κοινωνικής Πολιτικής. Οι πιέσεις των πολιτών, σε συνάρτηση με τη διαρκή αύξηση του αριθμού των ευπαθών ομάδων της κοινωνίας, δεν αναμένεται να είναι προσωρινές. Η διαδικασία αυτή θα βαραίνει προοδευτικά εξαιτίας των οικονομικών, δημογραφικών και εργασιακών πιέσεων που προκύπτουν ως συνέπειες της κρίσης.
Στο δυσμενές αυτό περιβάλλον και παρόλη αλλά και εξαιτίας της οικονομικής κρίσης επισημαίνονται δύο σημαντικές αχτίδες φωτός ως απάντηση στις σαρωτικές αλλαγές των μνημονιακών «μεταρρυθμίσεων». Η μία αφορά στην αξιοπρόσεκτη προσπάθεια των Δήμων με πρωτοβουλίες και υιοθέτηση καινοτόμων δράσεων να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες ανάγκες των πολιτών τους και η άλλη στην αφύπνιση και πρωτόγνωρη για την Ελλάδα στράτευση της Κοινωνίας των Πολιτών που μέσα από μια πληθώρα κινηματικών πρωτοβουλιών, φορέων και άτυπων θεσμών προβάλλουν τις έννοιες του εθελοντισμού και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Ο εθελοντισμός αποτελεί ασφαλώς ενισχυτικό παράγοντα στην αντιστάθμιση των απωλειών/απουσιών του επίσημου τομέα, δεν υποκαθιστά όμως την αναγκαιότητα και πρωτοκαθεδρία των σταθερών πλαισίων στη επίσημη και θεσμική ρύθμιση των ζητημάτων της κοινωνικής πολιτικής.
Σε ό,τι αφορά στο μέλλον είναι ασφαλώς δύσκολο να προβλέψει ή να προδικάσει κανείς οποιαδήποτε εξέλιξη. Ο αντίκτυπος της κρίσης δοκιμάζει τις οικονομικές αλλά και τις ηθικές αντοχές των φορέων της Τ. Α., καθώς εξαναγκάζονται, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων, να επιχειρούν μονάχα προσπάθειες με οφέλη μεγάλης ακρίβειας και εστιασμένων ωφελούμενων, επιλέγοντας κάποιες κοινωνικές ομάδες και αποκλείοντας άλλες. Η, κατ' ανάγκην, αυτή επιλογή αλλοιώνει την εικόνα και την έννοια της «ενιαίας πολιτείας». Σε συνάρτηση δε με την αλματώδη αύξηση των υποχρεώσεων της απέναντι στη φτώχεια και την εκπεφρασμένη ανάγκη των πολιτών για βασικά είδη και ανάγκες, η κοινωνική αυτή κατάτμηση μπορεί να ευνοήσει την ανάπτυξη κάθε είδους αντιδημοκρατικών πολιτικών και κοινωνικών θεσμών.
Το κεντρικό ζητούμενο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ως προς τη δυνατότητα που οφείλει να έχει και να επιτελεί ή και να υπερβαίνει το ρόλο της ως πόλης - «αρωγός», προσκρούει συχνά στην θεσμική αδυναμία της που συνίσταται στο ότι οι ελληνικοί δήμοι δεν είναι ακόμα πολιτικές οντότητες απελευθερωμένες από τον πολύμορφο και σφιχτό εναγκαλισμό της Κεντρικής Πολιτείας.
Παρ' όλα αυτά, ως δημόσιες τοπικές οντότητες οφείλουν να υπηρετήσουν την κοινωνική συνοχή των κοινοτήτων τους. Η διακυβέρνηση των τοπικών τους υποθέσεων οφείλει να έχει ως άμεσο, απώτερο κι ουσιαστικότερο στόχο τη διατήρηση των βασικών θεμελιακών δικαιωμάτων των πολιτών για ευημερία, αξιοπρέπεια και ασφάλεια.
Για την επίτευξη του στόχου αυτού, η κρίση προσφέρει στην Τ.Α. την ευκαιρία όχι μόνο για μια απλή, έστω και δύσκολη, προσαρμογή στη θλιβερή οικονομική συγκυρία, αλλά και για μια ανάπτυξη ενός ευρέως φάσματος εναλλακτικών πολιτικών και νέων σχεδιασμών άσκησης Κοινωνικής Πολιτικής σε πολύμορφη συμπόρευση και με τα κινήματα των πολιτών.

 Αντώνης Μωυσίδης Αντώνης διδάσκει στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου και η Αικατερίνη Ντάφλου είναι υποψ. δρ στο ίδιο Τμήμα


Περί αυτοδιοικητικών και τοπικότητας

·                                 Ψυλλά Μαριάννα
·                                 13.04.2014
Σε λίγες μέρες καλούμαστε να εκλέξουμε νέα αυτοδιοικητικά σχήματα τόσο για την πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση (325 Δήμοι) όσο και για τις 13 Περιφέρειες όλης της Ελληνικής Επικράτειας για μια διάρκεια πέντε ετών. Η εκλογική αυτή διαδικασία όσο και η όλη κατάσταση έντονης κοινωνικό-οικονομικής όσο και πολιτισμικής κρίσης την οποίαν όλοι μας βιώνουμε, μας οδηγεί σε έναν προβληματισμό σχετικά με το ρόλο και τη σημασία της τοπικότητας, της δυναμικής των ομάδων που δρουν και λειτουργούν στην μικροκλίμακα του τοπικού αλλά και της οργάνωσης της θεσμοθετημένης μορφής της δηλαδή την αυτοδιοίκηση.
Τίθενται ζητήματα που σχετίζονται με τον εκδημοκρατισμό των θεσμών, τη συνοχή των κοινωνικών ομάδων, το αίσθημα της αλληλεγγύης, τη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, ζητήματα που αφορούν την ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας όσον αφορά την ανάπτυξη συμμετοχικών διαδικασιών, όπως και του αισθήματος της συνυπευθυνότητας καθώς και της οικειότητας στην καθημερινότητα μας.
Η έννοια του χώρου στην τοπική του διάσταση ενέχει πολλαπλά ζητήματα και παρουσιάζει ιδιαιτερότητες όσον αφορά τη διερεύνησή του. Διαπιστώνεται ότι ο δημόσιος χώρος γίνεται αντιληπτός ως βιωμένος χώρος που καταγράφεται διαμέσου των πρακτικών, των πολιτικών και της δυναμικής των σχέσεων. Η αναζήτηση του προβληματισμού σχετικά με την ιδιαιτερότητα της τοπικής διάστασης του χώρου προσφέρει τη δυνατότητα ν' αναλογιστούμε πάνω στο τοπικόκαι στον επαναπροσδιορισμό των θεσμών και των κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του.
Οι σημερινές συνθήκες απαιτούν πολύ περισσότερο να ασχοληθούμε με τα αυτοδιοικητικά και ότι αφορά την τοπικότητα, μιας που οι ίδιες οι οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας, όπως και η νέα κατάσταση που ευελπιστούμε να διαμορφωθεί ενόψει της τριπλής εκλογικής αναμέτρησης του Μαΐου, θέτει ενώπιον μας το χρέος να γνωρίζουμε για να σταθούμε στο ύψος των συνθηκών και των απαιτήσεων μιας γνήσιας δημοκρατικής αντιμετώπισης, κατάσταση που η τοπικότητα ευνοεί λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που εμφανίζει, με έμφαση στο στοιχείο της εγγύτητας και των κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της.
Το σημερινό πολιτικό, νομοθετικό και συνταγματικό πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης εγείρει ζητήματα σχετικά με την εκ νέου ρύθμιση του. Η αναμόρφωση της διοικητικής οργάνωσης της χώρας με έμφαση στην αυτοδιοίκηση αλλά και στο κράτος ευρύτερα, στη βάση του «Καλλικράτη», που τέθηκε σε ισχύ από την 1ην Ιανουαρίου 2011, απαιτεί στα δύο και πλέον χρόνια λειτουργίας του, μια επανεξέταση και επανατοποθέτηση στην κατεύθυνση πάντα της ουσιαστικοποίησης της δημοκρατίας προς όφελος των τοπικών κοινωνιών. Η οικονομική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στους Δήμους με μείωση περίπου 60% των πόρων τους, έχει οδηγήσει νευραλγικούς τομείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως αυτόν της κοινωνικής πολιτικής, των σχολείων, του πολιτισμού και του αθλητισμού, σε ένα πολύ ανησυχητικό επίπεδο. Δεν μπορούμε όμως παράλληλα να μην αναφερθούμε στις πολύ αξιόλογες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και εθελοντισμού που αναπτύχθηκαν σε τοπικό επίπεδο αυτόνομα, σε κάποιες λίγες περιπτώσεις και με τη συνδρομή των δήμων, που αποτελούν δείγμα του τρόπου δράσης των τοπικών κοινωνιών όταν δημιουργούνται συνθήκες κρίσης.
Η αντίδραση στην κρίση έχει αναδείξει αξιόλογες κινήσεις αυτοοργάνωσης και κινηματικής δράσης εκεί όπου η οργανωμένη εξουσία αδυνατεί να ανταποκριθεί, είναι η δύναμη της αυτοοργάνωσης που εμφανίζεται να είναι σε θέση να απαντήσει και μάλιστα με δραστικά και πολλές φορές σωτήρια μέσα.
Η Ευρώπη από την άλλη εμφανίζεται να παρέχει σε επίπεδο νομικό- διοικητικής ρύθμισης σημαντικές δυνατότητες κυρίως σε επίπεδο οργάνωσης των Περιφερειών (βλέπε Επιτροπή Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Δήμων και Περιφερειών). Μένει στα ίδια τα κράτη-μέλη και πιο συγκεκριμένα στις τοπικές αυτοδιοικήσεις των χωρών με την απαραίτητη συνδρομή των ίδιων των τοπικών κοινωνιών, δηλαδή των πολιτών, να αναλάβουν πρωτοβουλίες ενεργοποιώντας τη δημοκρατία στην μικροκλίμακα και προσφέροντας νέους τρόπους δράσης και οργάνωσης του πολιτικού, συνδυαστικά με την τοπική εξουσία και τους πολίτες.
Η παραπάνω προβληματική, διατυπώνει ερωτήματα που αναφέρονται στη μορφή διακυβέρνησης σχετικά με τη λειτουργία των πολιτικών θεσμών σε τοπικό επίπεδο και κατά συνέπεια στο θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ από την άλλη διερευνώνται οι τρόποι δράσης εκ μέρους των πολιτών είτε αυτοί εκλαμβάνονται ως μεμονωμένα άτομα, είτε ως μέλη συλλογικών οντοτήτων. Η προσέγγιση αυτή μας δίνει την ευκαιρία αλληλοσύνδεσης των δύο παραπάνω συνιστωσών με στόχο την εκ νέου διατύπωση της λειτουργίας του δημόσιου χώρου στο τοπικό πλαίσιο, όπου η πολιτική παρέμβαση συνιστά τον κινητήριο μοχλό για την αλλαγή της ίδιας της θεώρησης της πολιτικής και κατά συνέπεια των μορφών πολιτικής δράσης. Το τοπικό γίνεται μ' αυτόν τον τρόπο ενεργό όχι μόνον στη θεσμοθετημένη του μορφή αλλά και στην καθαρά κοινωνική του διάσταση, μέσω των ποικίλων μορφών παρέμβασης που ενεργοποιούν ζητήματα κοινωνικού ελέγχου και μηχανισμούς διαφάνειας και λογοδοσίας.
Η διάσταση της μικροκλίμακας (πληθυσμιακή, χωρική), η έννοια της εγγύτητας στο χώρο καθώς και η οργάνωση της διακυβέρνησής του(θεσμοί τοπικής αυτοδιοίκησης) σημασιοδοτούν το τοπικό και αποκεντρωμένο, έναντι του εθνικού και συγκεντρωτικού στοιχείου.

Ο M. Roncayolo τονίζει ότι το τοπικό «δεν εκφράζεται πρωτίστως από τη σύνδεση του σ' έναν ιδιαίτερο τόπο αλλά δηλώνεται κυρίως ως σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους»1. M' αυτόν τον τρόπο ο δημόσιος χώρος στην τοπική του διάσταση, επαναπροσδιορίζεται κάτω από τη δυναμική του διαλόγου και των διαβουλεύσεων, που είναι δυνατόν να δημιουργηθούν ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες.

Ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης και ειδικότερα των δήμων θα πρέπει να είναι ουσιαστικός στην κατεύθυνση αυτή. Οι τοπικές αρχές έχουν χρέος να εξασφαλίσουν τη νομιμοποίηση όλων των κοινωνικών καινοτομιών και πρωτοβουλιών με όρους που σχετίζονται με την αναγνώρισή τους, την υποστήριξή τους και τη διαπραγμάτευσή τους. Είναι γεγονός ότι η τοπική διακυβέρνηση εμφανίζεται από αυτήν την άποψη, ως ο ρυθμιστικός παράγοντας της λειτουργίας του δημόσιου χώρου στο τοπικό επίπεδο2. Το σημείο επαφής ανάμεσα στο δήμο και τους πολίτες, θα πρέπει να λειτουργεί έτσι, ώστε η επικοινωνία ανάμεσα τους να παίρνει μια μορφή δημοκρατική, ν' ανοίγει τους διαύλους, δηλαδή τις κατάλληλες διόδους που θα ενεργοποιήσουν με διαφάνεια και διάλογο, την επικοινωνία ανάμεσα στη δημοτική αρχή και το ποικιλόμορφο σώμα των δημοτών.
Επισημαίνεται με αυτόν τον τρόπο, η ιδιαίτερη φύση του τοπικού, για τη θεώρηση της λειτουργίας του δημόσιου χώρου, εφόσον η μικροκλίμακα δίνει μια σχετική ευχέρεια για τη συγκεκριμενοποίηση πρακτικών και πολιτικών, ενώ παράλληλα ζητήματα που αναφέρονται στην διάρθρωση που εκδηλώνεται ανάμεσα στην επικοινωνία, τον κοινωνικό δεσμό και τηνεδαφικότητα βρίσκουν έκφραση κατεξοχήν στην τοπικότητα.
Στα πλαίσια αυτά η επικοινωνιακή πολιτική του δήμου, οι σχέσεις που αναπτύσσει η τοπική πολιτική εξουσία με τις διάφορες ομάδες που δρουν στο χώρο και σε τελευταία ανάλυση, ο προσδιορισμός των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες είναι δηλωτική της εικόνας που παρουσιάζει ο δημόσιος χώρος στο πλαίσιο της τοπικότητας. Γίνεται έτσι αντιληπτός ο καθοριστικός ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης ως ρυθμιστή και συντονιστή των δημόσιων πολιτικών αλλά και ως παράγοντα ενίσχυσης και προώθησης τοπικών πρωτοβουλιών. Ο κοινωνικός δεσμός ενδυναμώνεται και ενισχύεται σημαντικά με τη βοήθεια των κατευθύνσεων και των υποστηρίξεων που προωθεί η δημοτική αρχή.
Παράλληλα το άτομο-πολίτης, πρέπει να έχει τη δυνατότητα έκφρασης αλλά συγχρόνως να έχει και την επιθυμία για την υλοποίηση αυτής της έκφρασης και η επιθυμία είναι αυτονόητο ότι προϋποθέτει τη γνώση και τη χρησιμότητα μιας δημόσιας παρέμβασης. Το σημαντικό είναι να λειτουργήσουν τέτοια μέσα και δομές, ώστε οι άνθρωποι να μη μένουν μόνοι με τα προβλήματα τους χωρίς να μιλούν γι' αυτά. Αν τα προβλήματα παραμένουν απομονωμένα, αν δεν καθοδηγούνται από μια συλλογική θέληση, όλο και πιο συνειδητή, δεν πρόκειται ποτέ ν' επιλυθούν. Δεν αρκεί μόνο η γνώση και η κατανόηση των προβλημάτων, είναι αναγκαίο να υπάρχει επίσης και η συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις, καθώς επίσης και η ανάπτυξη της δυνατότητας άσκησης ελέγχου. Ο πολίτης και οι δημόσιες αρχές είναι οι πρωταγωνιστές της ενδυνάμωσης του κοινωνικού δεσμού στον τοπικό χώρο, κυρίως με τη βοήθεια των εργαλείων που μπορεί να παρέχει η επικοινωνία στην δράση και την πρακτική μέσα στην καθημερινότητα3. Από αυτήν την άποψη η τοπική επικοινωνία θα πρέπει να λειτουργήσει ως ο ενεργοποιητικός παράγοντας που θα οδηγήσει στην κοινωνική σύνδεση. Η δυναμική του φαινομένου θεωρεί την ίδια την επικοινωνία ως κοινωνική σχέση που εξελίσσεται διαρκώς στο μέτρο των σχετικών κινήσεων των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Στην κατεύθυνση αυτή έρχεται να προστεθεί στην επικοινωνία-πληροφόρηση και ο θεμελιώδης ρόλος της επιμόρφωσης ο οποίος λειτουργεί και ως παράγοντας κοινωνικής ενσωμάτωσης συνδυάζοντας πολιτιστική πολιτική με μορφές κοινωνικής πολιτικής. Η ικανοποιητική επικοινωνία προϋποθέτει ότι ο πολίτης είναι ταυτόχρονα καλός δέκτης και καλός πομπός. Η μετάδοση επικοινωνίας-πληροφόρησης, εξαρτάται από ένα ορισμένο επίπεδο καλλιέργειας, καθώς και από μια ορισμένη συναίσθηση υπευθυνότητας. Η επικοινωνία είναι ανάγκη ν' αποκτήσει μια παιδαγωγική διάσταση, με στόχο τη συλλογική ευαισθητοποίηση και την ανάπτυξη της συναίσθησης της ευθύνης του ατόμου.
Μόνον μέσα από μια τέτοια διάσταση, όπου η παιδεία, ο πολιτισμός, η επικοινωνία, θα συνυπάρξουν για να καταστήσουν εφικτή τη διεύρυνση του πεδίου παρέμβασης, η τοπικότητα καθώς και οι φορείς της, φορείς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης καθώς και οι πολίτες, θα δράσουν από κοινού με στόχο την ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας.

 Μαριάννα Ψύλλα διδάσκει Πολιτική Επικοινωνία και Ανάλυση του Πολιτικού Λόγου, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

1 Μ. Roncayolo, La ville et ses territoires, Folio-Essais, Gallimard, Paris, 1990
2 I.Pailliart (επιμ.) Les territoires de la communication, PUG, 1993
3 Για μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του δημόσιου χώρου ως πρακτική, ενός δημόσιου χώρου που βιώνεται από τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή βλ. M.de Certeau, Επινοώντας την Καθημερινή Πρακτική (η Πολύτροπη Τέχνη του Πράττειν), Σμίλη, Αθήνα, 2010