Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Χρ. Λάσκος

Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συμμαχίες

·                                 Κυριακή, 23 Μαρτίου 2014 16:21


* Τι επιδιώκουμε κοινωνικά και ποιοί είναι οι προνομιακοί πολιτικοί συμβαλλόμενοι

Του Χρήστου Λάσκου

Το ζήτημα των συμμαχιών συνιστά διαρκώς επίδικο ερώτημα για οποιονδήποτε πολιτικό οργανισμό κι ακόμα περισσότερο για οποιοδήποτε αριστερό κόμμα. Η συνάρθρωση διαφορετικών συμφερόντων, στοχεύσεων και προσδοκιών είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση του ιστορικού συνασπισμού, που κάνει εφικτή και διεκδικήσιμη μια ισχυρή πλειοψηφία για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Είναιταυτόσημη με την κατάκτηση της ηγεμονίας, αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ όρο για την ανάπτυξη οποιασδήποτε συνεκτικής και αποτελεσματικής πολιτικής.

Η κεντρικότητα του ζητήματος για τη ριζοσπαστική Αριστερά είναι προφανής και, συνεπώς, είναι πολύ λογικό να μας απασχολεί ζωηρά. Το κακό, κατά τη γνώμη μου, είναι πως, το τελευταίο διάστημα, η σχετική συζήτηση παραέγινε επιφανειακή, για να είναι ωφέλιμη. Ίσως λόγω του άγχους που προκαλεί, σε ορισμένους συντρόφους, η δημοσκοπική «στασιμότητα» του ΣΥΡΙΖΑ ή οι εκλογικές «αποτυχίες» σε συλλόγους, π.χ., μηχανικών και δικηγόρων.
Η συζήτηση, λοιπόν,έχει αδικηθεί κι αυτό θα έπρεπε να προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία από ό,τι τα προηγούμενα. Έτσι, διατυπώνονται απόψεις που, εν πολλοίς, υποστηρίζουν πως η αιτία των σχετικών «προβλημάτων» μας βρίσκεται, στην πραγματικότητα, στο γεγονός πως δεν έχουμε «ανοίξει» όσο θα έπρεπε σε πασοκογενείς δυνάμεις και πρόσωπα. Πρόσφατακείμενα, που απέκτησαν, μάλιστα, και σημαντική δημοσιότητα, αφιερώνουν εκατοντάδες λέξεις για να πουν μοναχά αυτό: ν’ «ανοίξουμε» κι όλα θα πάρουν τον δρόμο τους. Ο λόγος της «στασιμότητάς» μας είναι η σκαντζοχοιρίαση,περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο.
Δενσυμφωνώ καθόλου. Πράγμα, βέβαια, που καθόλου δεν σημαίνει πως έχω οποιαδήποτε εκτίμηση στα αριστερόμετρα ή ρέπω προς την ιδέα ότι οι μόνοι «καλοί» πολιτικοί σύμμαχοι είναι το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Εκτός του ότι οι τελευταίοι, στο προβλεπτό μέλλον, ελάχιστα προσφέρονται να συνδράμουν στην προσπάθειά μας για ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών υπάρχει και το δεδομένο πως το κοινωνικό εύρος μιας τέτοιας πολιτικής συμμαχίας είναι εξαιρετικά κοντά στα όρια της αποκλειστικής δικής μας κομματικήςαναφοράς.
Έχει δίκιο, έτσι, ο Χ. Γεωργούλας («Εποχή», 16 Μαρτίου), όταν λέει για τους υποστηρικτές της άποψης πως προνομιακός -αποκλειστικός, στην πραγματικότητα- σύμμαχος είναι η «λοιπή Αριστερά» πως «δοκιμάζ[ουν] έναν κατ’ όνομα συντηρητικό αριστερισμό, που μοιάζει πιο πολύ με γεροντική πάθηση παρά με παιδική ασθένεια». Γιατί, στην πράξη, αυτή η στάση είναι αποφυγή αναζήτησης της λύσης στο πραγματικό και επιτακτικό πρόβλημα που τίθεται και σημείωσα στην αρχική παράγραφο.
Εξίσου και περισσότερο, όμως, δίκιο έχει όταν συνεχίζει αναφερόμενοςσε ένα άλλο τμήμα του κόμματος, που «φαίνεται να πιστεύει ότι η ανάγκη πρόσβασης [και στα μεσοστρώματα] μπορεί να καλυφθεί με δυο- τρεις έξυπνες κινήσεις "διευρυντικές", που κάτι σηματοδοτούν (τι μαγική λέξη κι αυτή…)».Κανείς, βέβαια, δεν θα αποδεχτεί πως αυτή είναι η αντίληψή του. Από πρακτική άποψη, ωστόσο, αυτό δεν έχει καμία σημασία.

Το πραγματικό ζήτημα

Ας το πιάσουμε από την αρχή. Για τη διακυβέρνηση απαιτούνται ευρύτατες συμμαχίες. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να επιτευχθούν; Νομίζω, πως η πρώτη προϋπόθεση είναι η διαμόρφωση του κοινωνικού «υποκειμένου», που θα αποτελέσει τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο θα συγκροτηθούν οι ευρείες συμμαχίες.Αυτό, από την οπτική της Αριστεράς, δεν μπορεί να είναι άλλο από τους μισθωτούς εργαζόμενους με κέντρο την εργατική τάξη η οποία, ό,τι και αν ισχυρίζονται οι «μεταβιομηχανικοί» και «μεταμοντέρνοι», παραϋπάρχει και επεκτείνεται.Αυτό σημαίνει πως η πρώτη επιδίωξη είναι να συγκροτηθεί το εργατικό υποκείμενο, να κατακτήσει την ταξική του αυτονομία και έτσι να αποτελέσει βάση για τα ευρύτερα. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο -και κακώς φαίνεται - η ταξική αυτονομία αποτελεί πρωταρχική και αναγκαία προϋπόθεση για την οικοδόμηση κοινωνικών συμμαχιών.
Ως προς αυτό, ο δρόμος για το ΣΥΡΙΖΑ είναι ανοιχτός. Ήδη από τα μέσα του 2012, φαίνεται πως ένα μεγάλο μέρος των ανέργων, των επισφαλώς εργαζόμενων, της παραδοσιακής εργατικής τάξης, των ιδιωτικών υπαλλήλων, αλλά και των γιατρών και των εκπαιδευτικών του δημόσιου αναγνωρίζονται εκλογικά στη ριζοσπαστική Αριστερά. Ένα πρώτο στοίχημα είναι αυτό το μέρος να γίνει ακόμη μεγαλύτερο, ισχυρά πλειοψηφικό στις κοινωνικές αυτές κατηγορίες. Όπως έχω γράψει άλλοτε, αν μας ψηφίζει το 40% των ανέργων, πρώτο μας μέλημα πρέπει να είναι να μας ψηφίζει το 80%. Ανάλογαστις υπόλοιπες, μισθωτές, κατηγορίες. Αυτό έχει ως αναγκαία προϋπόθεση πως η ατζέντα της πολιτικής μας και του αντίστοιχου δημόσιου λόγου θα μιλάει κατά απόλυτη προτεραιότητα για τα προβλήματα των ανέργων, όσων δεν έχουν πρόσβαση στην υγεία, όσων δουλεύουν και πληρώνονται όποτε δεήσουν τα μικρά και μεγάλα αφεντικά τους. Η επιμονή στη δέσμευση για άμεση επίλυση των προβλημάτων αυτών των κοινωνικών ομάδων, η επιμονή, όπου κι αν βρισκόμαστε, πως αυτή είναι η πραγματική ατζέντα σε ανυποχώρητη αντίθεση με αυτήν που θέτουν τα μέσα, οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και συνεργατικής εμπλοκήςείναι ο τρόπος που έχουμε για να το πετύχουμε.
Αυτό, περισσότερο από οποιαδήποτε «διεύρυνση», θα καθορίσει την πορεία των συμμαχιών. Κανένας «ευρύτερος» συνδικαλιστής δεν πρόκειται να αυξήσει την πρόσβασή μας στον κλάδο από όπου προέρχεται. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, η παρουσία του μπορεί να αποτελεί τη μεγαλύτερη συκοφάντηση της προσπάθειάς μας.
Θέλω να πω, δηλαδή, το μότο μας δεν μπορεί παρά να είναι το: «από του κοινωνικού άρξασθαι».Δηλαδή, πρώτα εντοπίζεις με σαφήνεια αυτό που επιδιώκεις κοινωνικά και στη συνέχεια βλέπεις ποιοίείναι οι προνομιακοί πολιτικοί συμβαλλόμενοι.

Μεσοστρώματα

Η επίκληση να ξεκινάμε από την ανάγκη για ταξική αυτονομία δεν σημαίνει, όμως, πως αδιαφορούμε προγραμματικά για τα κοινωνικά στρώματα, που δεν ανήκουν στη μισθωτή εργασία, σε σημαντικό, ωστόσο, βαθμό πλήττονται από την καπιταλιστική κρίση. Κάθε άλλο. Η διαμόρφωση συγκεκριμένων προτάσεων που αφορούν μεγάλα τμήματα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης, ελευθεροεπαγγελματικής και μικροϊδιοκτητικής, είναι απαραίτητη.
Με δύο «γνωστικές» προϋποθέσεις.
Η πρώτη, είναι πως κατανοούμε ότι η απεύθυνση σε αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες δεν μπορεί σε καμία περίπτωση, ειδικά στις σημερινές συνθήκες ανθρωπιστικής καταστροφής, να υπαινίσσεται πως τους επιφυλάσσεται η προνομιακή θέση, που οι αστικές δυνάμεις τους πρότειναν, στις «καλές μέρες», για να τις έχουν ως υποστηρίγματα του δικού τους συνασπισμού εξουσίας.
Η δεύτερη, πως αντιλαμβανόμαστε -κάτι που για το μαρξισμό είναι παλιά και ελεγμένη «αλήθεια»- ότι η μικροαστική τάξη, ακόμη και στις ώρες της μεγάλης κοινωνικής και οικονομικής πίεσης, της προϊούσας φτωχοποίησής της είναιεξαιρετικά ευεπίφορη στην ιδέα πως δεν είναι σαν τους «από κάτω», αλλά της «αξίζουν» οι ανοδικές προσδοκίες.
Αν τα ξέρουμε αυτά, δεν θα εκπλησσόμαστε από τις μέτριες επιδόσεις των παρατάξεών μας στους μηχανικούς και τους δικηγόρους, ιδίως όταν μεγάλο μέρος τους, οι νεότεροι και οιονεί προλεταριοποιημένοι, δεν εμφανίζονται καν στις εκλογικές διαδικασίες. Ούτε θα εντοπίζουμετο βασικό ζήτημα στο τι δεν κάναμε καλά εμείς -χωρίς να σημαίνει πως τα κάνουμε όλα καλά. Απλώς, καταλαβαίνουμε πως, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν μπορούμε να τους έχουμε όλους μαζί μας και δεν βγάζουμε εσφαλμένα συμπεράσματα υποτιμώντας τη δυναμική της ανατροπής που εμπεριέχει η περίοδος, παρόλα τα προηγούμενα.

Καταληκτικά σχόλια

Κάποιοι,βέβαια, θα αντιδράσουν στην «ανάλυσή» μου επικαλούμενοι την τύφλωσή μου μπροστά στο, προφανές κατά τα άλλα, γεγονός πως το 40% που ψηφίζει Αριστερά αποτελείται σε πολύ μικρό ποσοστό από αριστερούς. Νομίζω πως αυτή η αντίρρηση είναι έωλη, στο μέτρο που, πρώτο, έχει μια πολιτικίστικη ανάγνωση της «αριστεροσύνης», και, δεύτερο και σημαντικότερο, δεν κατανοεί πως πρωτεύουσα στόχευση της παρέμβασής μας δεν μπορεί παρά να είναι η διαμόρφωση όλο και περισσότερων «αριστερών» αλλιώς αυτά που επαγγελόμαστε, δεν θα γίνουν.
Σοβαρότερη, νομίζω,αιτίαση είναιαυτή που προσάπτει στην αντίληψη, που αναπτύχθηκε και κυριαρχεί σε σημαντικό τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ, κάποιου είδους κοινωνιολογισμό.Λέει: Ανάγοντας τα πάντα στον ταξικό διχασμό, κάνοντας αφαίρεση της σύνθετης πραγματικότητας στο όνομα της ταξικής χαρτογράφησης, χάνοντας τις αναγκαίες διαμεσολαβήσεις και τις πολιτισμικές σταθερές, που λειτουργούν σχετικά αυτόνομα, δαιμονοποιώντας κάθε σοσιαλδημοκρατία, δημιουργεί αυταπάτες και, τελικά, αδυνατεί να ανταποκριθεί, ακριβώς,στις αναγκαιότητες μιας ηγεμονικής πολιτικής.
Ο αναγωγισμός και ο χύδην κοινωνιολογισμός υπήρξαν ιστορικά, όντως, μεγάλοι εχθροί αποτελεσματικής αριστερής πολιτικής. Γι’ αυτό κάνουν καλά όσοι είναι ευαίσθητοι και μας προσφέρουν σχετικές κριτικές επισημάνσεις.
Δενείναι αλήθεια, όμως, πως είμαστε ανυποψίαστοι. Ας μείνουμε εδώ προς το παρόν, με πρόθεση να το συζητήσουμε εκτενώς σε επόμενη ευκαιρία.


Το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ.

 Του Χρήστου Λάσκου

23 March 2014 - 5:22 pm

Είναι γνωστό πως το ΚΚΕ αντιμετωπίζει με μεγάλη δυσανεξία, με ακραία εχθρότητα, τη ριζοσπαστική Αριστερά. Αν και κατ’ εξοχήν αντιμονοπωλιακό κόμμα, δεν φαίνεται να αισθάνεται άνετα με τον ανταγωνισμό. Γι’ αυτό κιόλας έφτασε μέχρι του σημείου να υποστηρίξει, με κάθε επισημότητα, πως ο προσδιορισμός Αριστερά δεν σημαίνει τίποτε, λες και μπορούσε να ακυρώσει αγώνες και λεξιλόγια αιώνων.

Και το βιολί συνεχίζεται. Προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, διαστρεβλώσεις στο όριο της ανεντιμότητας, δίκη προθέσεων συνιστούν τον τρόπο με τον οποίο οργανώνει το ΚΚΕ την αντιπαράθεσή του με τον ΣΥΡΙΖΑ. Κι όλα αυτά μ’ όλο που η άλλη πλευρά δεν απαντάει ποτέ με τα ίδια μέσα.

Θα ήταν απλό να αποδοθεί αυτή η πρακτική στον ενδιάθετο σταλινισμό του ΚΚΕ. Ή στον ιστορικά παγιωμένο συστημισμό του: αποτελεί επί δεκαετίες από τους βασικότερους πυλώνες του πολιτικού συστήματος, από τους εγγυητές της ισορροπίας του.

Θα μπορούσε, ακόμη και με ψυχολογικούς όρους, να αποδοθεί η πρακτική του στην αναφυλαξία που αισθάνεται απέναντι σε οποιαδήποτε πολιτική συλλογικότητα διεκδικεί, οσοδήποτε κριτικά, την κομμουνιστική παράδοση ως δική της ιστορία.
Οπου κι αν αποδοθεί, όμως, η σημασία του πράγματος δεν αλλάζει.

Το ΚΚΕ δηλώνει σε όλους τους τόνους πως δεν πρόκειται να συνδράμει στο έργο μιας κυβέρνησης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Από αυτήν την άποψη, περισσότερο και από τις συνεχείς και αποκαλυπτικές δηλώσεις του Κουτσούμπα, εμβληματική υπήρξε μια τοποθέτηση της Παπαρήγα στη Βουλή πριν από μερικούς μήνες.
«Κάποιοι λένε ότι είναι καλύτερα να διαπραγματευθεί η Ν.Δ. που είναι «παιδί του συστήματος» παρά κάποιος που δεν ξέρει και που χθες ήταν άλλο και σήμερα άλλο», είπε, μεταξύ άλλων, η Παπαρήγα.
«Κάποιοι λένε». Και, προφανώς για να λένε, κάτι θα ξέρουν. Αν είναι να ψηφίσετε ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, ψηφίστε καλύτερα Ν.Δ.

Νομίζω πως αυτό που πραγματικά ανησυχεί το ΚΚΕ δεν είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ «θα τα γυρίσει», «θα τα βρει με τον ΣΕΒ» (!) ή «θα υποταχτεί ολοκληρωτικά στον ευρωμονόδρομο». Η μεγάλη του ανησυχία είναι μήπως και τα καταφέρει ν’ αλλάξει τα πράγματα. Μήπως σπάσει ο διάολος το ποδάρι του, ευνοήσουν εσωτερικοί και εξωτερικοί συσχετισμοί και αρχίσει το σχέδιο της ριζοσπαστικής Αριστεράς κι αποδίδει. Μήπως και αποδειχθεί πως είναι δυνατό να «πληρώσουν την κρίση οι πλούσιοι», όπως πάντοτε επιδίωκε η ταξική στρατηγική.

Αυτή την πιθανότητα να αν-ισορροπήσουν κι άλλο τα πράγματα αδυνατεί να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ. Από αυτή την άποψη, βλέπει την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ ως τη μέγιστη ανισορροπία. Ξεβολεύτηκε ήδη με τις απαρχές της κρίσης και δυσκολεύεται συνεχώς και περισσότερο όσο κάποια «ομαλότητα» δεν αποκαθίσταται, όσο η κοινωνική καταστροφή εκτυλίσσεται με μεγαλύτερη ορμή. Και, σε πείσμα της ρητορικής του, η ιστορία έχει δείξει πως αυτό που κατ’ εξοχήν δεν αντέχει στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ο ριζοσπαστισμός του τελευταίου.

Από τον Δεκέμβρη και την Υπατία μέχρι τις πλατείες και τις εκλογές έχουμε δεκάδες επεισόδια, που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Σε όλες τις ριζοσπαστικές καμπές του κινήματος το ΚΚΕ βρέθηκε απέναντι. Την ίδια στιγμή που η ριζοσπαστική Αριστερά ήταν μέσα σε όλα, ήταν «παντού», σύμφωνα με τη γνωστή φράση. Τόσο παντού, που θεωρούνταν δεδομένη η παρουσία της, ακόμη και σε επεισόδια που οι μικρές της αρχικά δυνάμεις δεν της επέτρεπαν να βρίσκεται πραγματικά.

Αυτή η κοινωνική διαθεσιμότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αυτή η κινηματική εγρήγορση, αυτή της η ετοιμότητα και η τόλμη να προβαίνει ακόμη και σε πολύ αντιδημοφιλείς, αλλά αξιακά βαρύνουσες, επιλογές νομίζω πως ήταν από τους βασικούς λόγους της εκλογικής εκτόξευσης του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτά είναι τα ισχυρότερα όπλα της και σήμερα.

Ας μη φοβούνται, όσοι φοβούνται, για την πιθανότητα ο ΣΥΡΙΖΑ να μετεξελιχθεί σε υπάκουο διαχειριστή, να «εκπασοκιστεί». Οι δυνατότητες είναι δύο μόνο: ή θα ασκήσει τη ριζοσπαστική πολιτική που προτείνει ή θα καταρρεύσει. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει. Οσοι, λοιπόν, ανησυχούν ειλικρινά είναι ευπρόσδεκτοι να εργαστούν προς όφελος της πρώτης έκβασης.
Πηγή: efsyn.gr


Γιάννη Μηλιού
Η επινόηση και κατασκευή του «λευκού Κινέζου» εργαζόμενου
Ημερομηνία δημοσίευσης: 29/07/2012      δια-χρονικο και σωστο

Θέλω να διατυπώσω τη βασική μου θέση προκαταβολικά: Δεν επίκειται η διάλυση της Ζώνης του Ευρώ (ΖτΕ), και όσοι την αναμένουν ή τη φοβούνται θα διαψευστούν για μια ακόμα φορά! Η συζήτηση που διεξάγεται μεταξύ των αξιωματούχων του συστήματος, ιδεολογικών («δεξαμενές σκέψης», «κορυφαίοι» οικονομολόγοι κ.λπ.) και πολιτικών (κυβερνήσεις, ευρωπαϊκές αρχές, αστικά κόμματα), σχετικά με τον «κίνδυνο διάλυσης της ΖτΕ» ή την πιθανότητα «εξόδου» κάποιων χωρών από αυτήν, στην πραγματικότητα συνιστά «μετάθεση», δηλαδή συγκάλυψη του πραγματικού επίδικου, που είναι η ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης σε αντιλαϊκή-νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση και η διαμάχη γύρω από τα μέσα για την «αναίμακτη» επίτευξη αυτού του διακυβεύματος. Η Αριστερά έχει το δικό της, ριζικά διαφορετικό από το κυρίαρχο, σχέδιο ομοσπονδοποίησης της Ευρώπης: Την Ευρώπη της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων, της κοινωνικής συνοχής, της προτεραιότητας των κοινωνικών αναγκών έναντι του κέρδους και γενικότερα των ιδιοτελών συμφερόντων, του σοσιαλισμού. Είναι λοιπόν λάθος, αντί να μιλά για το πραγματικό επίδικο (ποια Ευρώπη;), η Αριστερά να μετέχει στη συλλογική «μετάθεση» που επιβάλλουν οι κυρίαρχοι, αποδεχόμενη το δίλημμα «τι και ποιοι θα διαλύσουν τη ΖτΕ και την Ευρώπη».
Είναι αλήθεια ότι η κρίση χρηματοπιστωτικής φερεγγυότητας (insolvency) στη ΖτΕ οξύνεται και ότι το δημόσιο χρέος της μιας μετά την άλλη των χωρών-μελών καθίσταται, υπό τις «δεδομένες συνθήκες», μη βιώσιμο (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Κύπρος, Ιταλία...). Είναι όμως εξίσου αλήθεια ότι οι «δεδομένες συνθήκες» τροποποιούνται διαρκώς, με αλλεπάλληλες παρεμβάσεις πολιτικής, που προσωρινά μόνο χαλαρώνουν κάποια συμπτώματα της κρίσης χωρίς να τα αντιμετωπίζουν.
Όλα όμως αυτά τα «ημίμετρα», από τα «προγράμματα διάσωσης» μέσω «θεσμικού δανεισμού» εκτός αγορών, το «κούρεμα» του χρέους με τη λεγόμενη «συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα», μέχρι τη δημιουργία χρηματοδοτικών «μηχανισμών» πιστωτικής «σταθερότητας», ή μέχρι τη σχεδιαζόμενη «ευρωπαϊκή ενοποίηση και ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών», εδράζονται σε ένα σταθερό άξονα πολιτικής: Τη λιτότητα, δηλαδή την υποτίμηση της εργασιακής δύναμης, τη βίαιη αναδιανομή εισοδήματος και εξουσίας υπέρ του κεφαλαίου, που εξαθλιώνει το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, βυθίζει την οικονομία στην ύφεση, εκτινάσσει το δημόσιο χρέος και αποσταθεροποιεί την πίστη.
Η ύφεση και η παρόξυνση της χρηματοπιστωτικής στενότητας υποτιμά περαιτέρω την εργασιακή δύναμη και μειώνει τη διαπραγματευτική ικανότητα των εργαζομένων, μέσα από τις συνθήκες ανεργίας και ανασφάλειας που δημιουργεί, παρέχει «επιχειρήματα» στις πολιτικές «ιδιωτικοποιήσεων» (δηλαδή στην επέκταση των σφαιρών τοποθέτησης και κερδοφορίας του ιδιωτικού κεφαλαίου και στην υφαρπαγή των δημόσιων αγαθών), ψαλιδίζει ή και εξαλείφει τα δίκτυα και τους μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας και τον «κοινωνικό μισθό».
Επιχειρείται έτσι να «κατασκευαστεί» ένας νέος τύπος Ευρωπαίου εργαζόμενου, με χαμηλό μισθό, ελαστικές συνθήκες εργασίας, μηδαμινά δικαιώματα, ελάχιστη δυνατότητα διαπραγμάτευσης απέναντι στην εργοδοσία. Πρόκειται για μια στρατηγική στόχευση των κυρίαρχων τάξεων, μια ταξική στρατηγική μακρού βεληνεκούς, η οποία μάλιστα δεν περιορίζεται στις χώρες της ΖτΕ (η Βρετανία αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα γι' αυτό), καίτοι στη ΖτΕ η στρατηγική αυτή διαθέτει ένα όπλο ιδιαίτερα προηγμένης (πολιτικής) τεχνολογίας: Τη «μόλις και μετά βίας» ελέγξιμη κρίση δημόσιου χρέους και τη χρηματοπιστωτική αναξιοπιστία (insolvency).
Είναι λοιπόν αλήθεια ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και κυρίως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) πεισματικά αρνούνται να κάνουν ό,τι θα μπορούσαν για τον αποφασιστικό περιορισμό των επιπτώσεων της κρίσης (έκδοση π.χ. ομολόγων αλλά και εντόκων γραμματίων της ΕΚΤ, η οποία θα εγγυάτο το δημόσιο χρέος όλων των χωρών - μελών και θα το μετέτρεπε σε ευρωπαϊκό χρέος). Είναι όμως λάθος το να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για μια «ανορθολογική» πολιτική. Διότι ο δραστικός έλεγχος των επιπτώσεων της κρίσης θα έθετε σε μερική έστω αχρηστία το «όπλο προηγμένης (πολιτικής) τεχνολογίας», το σοκ και δέος που δυνητικά προκαλεί στους εργαζόμενους το «φάσμα της χρεωκοπίας». Θα δημιουργείτο τότε «ηθικός κίνδυνος» (moral hazard), δηλαδή κίνδυνος παρέκκλισης από τη λιτότητα και τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση, καθώς οι εργαζόμενοι θα σήκωναν ευκολότερα κεφάλι. Από ταξική σκοπιά, αυτό ακριβώς θα αποτελούσε «ανορθολογική πολιτική» για το κεφάλαιο, που έχει εκλάβει την κρίση ως «ευκαιρία» για να τσακίσει τις κατακτήσεις και τις αντιστάσεις της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Το να συζητάμε για «ανορθολογικές πολιτικές» χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη το ταξικό κριτήριο ισοδυναμεί με το να υιοθετούμε μια «κεντρώα» πολιτική σκοπιά, σύμφωνα με την οποία το γενικώς ορθό(λογικό) ταυτίζεται με τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου αδιακρίτως, της «οικονομίας» κ.ο.κ.
Τι λοιπόν μπορούμε να αναμένουμε το επόμενο διάστημα, για να μείνει η κρίση χρέους σε «οριακό σημείο» και να συνεχίζεται η νεοφιλελεύθερη αντιδραστική αναδιάρθρωση, η διαδικασία κατασκευής του «λευκού Κινέζου» εργαζόμενου στην Ευρώπη; Πληθώρα μέτρων και «καινοτομιών» όπως η «τραπεζική ένωση», μηχανισμοί αγοράς κρατικού χρέους χωρών-μελών της ΖτΕ από τη δευτερογενή αγορά, συνεχείς αναδιαρθρώσεις δημόσιου και ιδιωτικού χρέους («κούρεμα», επιμήκυνση, μείωση επιτοκίων κ.ο.κ., συνδυασμοί όλων αυτών). Η αποχρέωση, δηλαδή η σταδιακή διαγραφή χρέους, θα αποτελεί βασικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας. Και αυτό δείχνει ότι το βασικό επίδικο της κρίσης δεν είναι ούτε δανειστές-δανειζόμενοι ούτε Βορράς-Νότος. Είναι η αντίθεση κεφάλαιο-εργασία!
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, υπάρχει διέξοδος; Προφανώς! Η διέξοδος για τις δυνάμεις της εργασίας είναι αγώνας για την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού και των κοινωνικών συνθηκών που τον γεννούν. Αγώνας ταυτόχρονα «από κάτω» (κινήματα, διεκδικήσεις, αυτο-οργάνωση, αλληλεγγύη) και από «τα πάνω» (διεκδίκηση της κυβέρνησης από την Αριστερά).
1. Ο τίτλος του άρθρου αποτελεί δάνειο από τον Δημήτρη Βεργέτη


Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Αι Ειδοί του Μαρτίου

Λουπάκη Ευγενία

|
        18.03.2014
"Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ώ ψυχή...κι όσο εμπροστά προβαίνεις, τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι"
(Κ.Π. Καβάφης Μάρτιαι Ειδοί)

"Ο κόσμος πεινάει", αλλά τα μεζεδοπωλεία και τα μπαράκια ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Στο Χαλάνδρι π.χ. δεν μπορείς να περπατήσεις Παρασκευή και Σάββατο βράδυ απ' τον συνωστισμό. Τα στέκια αλληλεγγύης γεμίζουν, αλλά γεμίζουν και τα σκέτα στέκια. Με "κόσμο" που προφανώς δεν πεινάει ή δεν πεινάει ακόμα ή απλώς πεινάει εκείνη τη στιγμή και θέλει να φάει και να πιει. Και να διασκεδάσει και να ξεχαστεί. Όπως όλοι μας, εξάλλου. Η ζωή του "κόσμου" αυτού σίγουρα χειροτέρεψε, όπως όλων μας, αλλά δεν έφτασε ακόμα στο σημείο να θέλει να πηδήξει απ' το παράθυρο. Και τι σκέφτεται άραγε ο "κόσμος" αυτός για το μέλλον του; Εχει ελπίδες και πού τις εναποθέτει; Στους αγώνες του και στη χειραφέτησή του; Σε κάποιο κόμμα και σε κάποιον ηγέτη; Και -κυρίως- τι σκέφτεται, ο κόσμος που δεν "πεινάει" για τον κόσμο που "πεινάει"; Νιώθει αλληλεγγύη ή ανακούφιση που είναι ο "άλλος" στη γωνία; Πέρασε η εποχή του κοινωνικού αυτοματισμού; Κατάλαβαν όλοι τώρα, ότι η δαιμονοποίηση των γιατρών, των καθηγητών, των δημοσίων υπαλλήλων, είχε στόχο τους πάντες;
Στα κομμωτήρια, δεκάδες περιοδικά, σαν να μην πέρασε μια μέρα... κλειδαρότρυπες για την προσωπική ζωή κάθε ιλλουστρασιόν τηλεπερσόνας, καταναλώνονται αδηφάγα. Στις μικρές οθόνες τρομπάρεται αδιάκοπα το life style και το μακιγιαρισμένο χαμόγελο, η σαχλαμάρα και το κουτσομπολιό. Και σε κάτι συζητήσεις τυχαίου δείγματος -καφενείου τίς λέγαμε παλιότερα- προβάλλει εφιαλτικά ένας Αρτεμίδωρος, με την προειδοποίηση στο χέρι.
Δεν έγινε τυχαία η Ελλάδα πεδίον φρικτού πειράματος, που ακόμα συνεχίζεται. Όσοι επαναπαύονται στην υπεροχή των ιδεών και στο δίκαιο των αγώνων ας ανησυχούν. Το Παλιό αρνείται να παραδώσει και μεταμφιέζεται συνεχώς σε Καινούργιο. Και δεν ξορκίζεται με την αστείρευτη εξυπνάδα μας και με τις λοιδορίες μας. Όχι τόσο διότι έχει το μιντιακό σύστημα στο πλευρό του, αλλά διότι έχει κοινό έτοιμο και βαθιά χαλασμένο. Και ανάμεσα στον κόσμο που δεν πεινάει, αλλά και ανάμεσα στον κόσμο που πεινάει. Κοινό διεφθαρμένο ώς το κύτταρο, που προσδοκά μόνο το προσωπικό, άντε και οικογενειακό του βόλεμα. Όπως ακριβώς έμαθε τόσα χρόνια, να ζει δηλαδή, "κατόπιν ενεργειών" του κομματικού - κυβερνητικού παράγοντα, αδιαφορώντας πλήρως για το παρόν των άλλων και το μέλλον του συνόλου. Ονειρεύονται τις τζιπούρες που χάσανε, τη Μύκονο που φεύγει, την πισίνα που σκεπάστηκε για να μη φορολογηθεί... αλλά και τη θεσούλα στο Δημόσιο, και τη μεταθεσούλα και την επιδότηση άνευ αντικειμένου.

Δεν έχει τίποτα να τάξει σ' αυτούς η Αριστερά και το ξέρουν, αν και προσπαθούν φιλότιμα δι' αντιπροσώπων. Δεν έχουν τίποτα να δώσουν αυτοί στην Αριστερά και ελπίζω να το έχει αντιληφθεί κι αυτή. Πριν φθάσει στο Καπιτώλιο...


Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014


Αριστερό σήμερα είναι ό,τι μας ενώνει για να ανατραπεί η μνημονιακή κυβέρνηση


Η σημερινή πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη χώρα μας έχει χαρακτηριστικά αποσύνθεσης του κοινωνικού ιστού με ραγδαία αύξηση της φτωχοποίησης των μεγαλύτερων τμημάτων των μικρομεσαίων και της ζητιανοποίησης όλων των ήδη φτωχών συμπολιτών μας.
Στα τελευταία τέσσερα χρόνια, απέναντι στην επίθεση, κυρίως, του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου απέναντι στον κόσμο της εργασίας και την κήρυξη ενός ασύμμετρου πολέμου με θύματα, κυρίως τους εργαζομένους, δημιουργήθηκαν αντιστάσεις, αλλά όχι αναγκαίες σε μαζικότητα, διάρκεια και αγωνιστικότητα ώστε να είναι και νικηφόρες. Αυτές οι αντιστάσεις αντιμετωπίστηκαν από τις καθεστωτικές δυνάμεις των μνημονιακών κυβερνήσεων με αυταρχική βία.
Η πολιτική των μνημονιακών κυβερνήσεων ήταν και είναι ότι η τροϊκανή ευταξία θα πρέπει να επιβληθεί πάση θυσία ώστε στη χώρα να προχωρήσει η πολιτική της υποτίμησης της εργασίας και των αξιών ακινήτων.
Αρχές του 2014 και η ελληνική κοινωνία πορεύεται μέσα σε μια γενικευμένη αντίφαση ανάμεσα στην εφιαλτική καθημερινότητα, στην οργή απέναντι στους μνημονιακούς γκάνγκστερς, στον φόβο για το αύριο, σε αντιδράσεις μικρής εμβέλειας και προοπτικής και ταυτόχρονα στην αναμονή καταδίκης αυτής της πολιτικής μέσα από τις επερχόμενες εκλογικές διαδικασίες κυρίως των ευρωεκλογών, αλλά και των επόμενων βουλευτικών εκλογών.
Η ελπίδα που υπάρχει στους φτωχούς και μικρομεσαίους της κοινωνίας βρίσκει πολιτική ενσάρκωση στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τους εμπνέει ότι θα μπορέσει, όχι να διαχειριστεί τη βαναυσότητα των μνημονιακών ερειπίων της χώρας, αλλά ότι θα μπορέσει να σταματήσει τον κατήφορο στη χώρα μας και ταυτόχρονα να ξεκινήσει την εναρκτήρια ευρωπαϊκή μάχη των κοινωνικά αποκλεισμένων απέναντι στο νεοφιλελεύθερο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Σε αυτή την κοινή μάχη για το ταξικό αυτονόητο, δηλαδή τη διάσωση των κοινωνικών αδύναμων, δεν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει ούτε τον μοναδικό ιδιοκτήτη ούτε να επιδείξει μεγαλοϊδεατισμό.
Είναι πολιτικά επιβαλλόμενο, για την αποτελεσματικότητα της τελικής έκβασης σε αυτό τον πόλεμο μεταξύ πλουσίων και φτωχών, ο ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει συμμαχίες στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο ώστε να θέσει στην ηγεμονική θέση την ίδια την κοινωνία και όχι να υπάρξει υποκατάστατο αυτής από μια πρωτοπορία λενινιστικού τύπου, έστω και αν είναι καλών προθέσεων.
Οι συμμαχίες, κυρίως, στο πολιτικό επίπεδο δημιουργούνται παίρνοντας υπ' όψη, μεταξύ άλλων:1) την πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική κατάσταση που διανύει ο τόπος, 2) τη δυναμική των υποτελών τάξεων και στρωμάτων για σύγκρουση, 3) την οργανωτική επάρκεια των αντιστασιακών οργανωμένων πολιτικών, κοινωνικών, συνδικαλιστικών και μαζικών φορέων, 4) τη βούληση της κοινωνικής πλειοψηφίας για αλλαγή των υπαρχουσών δομών και εν γένει της ζωής της, 5) τον ευρωπαϊκό και διεθνή καταμερισμό εργασίας καθώς και την αλληλέγγυα στάση των κοινωνιών τους προς τη χώρα.
Με βάση τα προαναφερόμενα, οι συμμαχίες που θα πρέπει να αναπτυχθούν στην ελληνική κοινωνία είναι επιτακτικής αναγκαιότητας να είναι πολύμορφες και συγκλίνουσες, χωρίς στενά ιδεολογικά πρόσημα, προκειμένου να σπάσει το κοινωνικό απόστημα που δημιουργεί το σχέδιο ανάπτυξης του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού στη χώρα μας. Με τις υπάρχουσες συνθήκες, θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να σταθμίσει άμεσα και να πάρει αποφάσεις που θα αφορούν τις συμμαχίες για την ανατροπή.
Στους συμμάχους του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να επιβληθούν ούτε δηλώσεις μετανοίας για τις πρότερες ή και σημερινές ιδεολογικές τους θέσεις ούτε να περάσουν από ιερά εξέταση για τα ιστορικά πεπραγμένα τους ούτε να δώσουν διαπιστευτήρια ταύτισης σε όλες τις επιμέρους πολιτικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτούς που θα ενταχθούν σε αυτή τη ριζοσπαστική αλλαγή για την χώρα, θα πρέπει να υπάρχει σεβασμός στην ιδιαιτερότητα τους και ισοτιμία στις απόψεις τους.
Όταν βάζεις ως πολιτικό διακύβευμα την ανατροπή των Μνημονίων, την πολιτική ευρωπαϊκής λύσης στο χρέος με διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του και την παραγωγική ανασυγκρότηση για όφελος των μη προνομιούχων, έχεις δημιουργήσει τη πρώτη εκρηκτική ύλη αντίστασης απέναντι στον επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμό. Όποιος δέχεται αυτή τη παραδοχή ως κοινή αφετηρία αγώνων, ανεξάρτητα της πρώην πολιτικής στέγασής του και των πολιτικο-ιδεολογικών αναφορών του, θα πρέπει να είναι συνεργός σε αυτή την ανατροπή.
Η ανατροπή αυτή είναι που θα λειτουργήσει ως οξυγόνο για την άμεση ανακούφιση των αδύνατων, θα μεταγγίσει δυναμική στις συλλογικές διαδικασίες, θα αποϊδεολογικοποιήσει τον μονόδρομο της ιδιώτευσης και των ιδιωτικοποιήσεων, θα ανοίξει το παιχνίδι για μεγαλύτερες ανατροπές στον ελληνικό και ευρωπαϊκό χώρο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδείξει ότι αποτελεί ουσιαστικό εγχείρημα συμμαχίας και συνεργασιών εντός των αριστερών οργανώσεων, κομμάτων και κινήσεων. Σήμερα όμως αυτό από μόνο του δεν αρκεί, ακόμη και αν η επόμενη εκλογική διαδικασία δώσει αυτοδυναμία στον ΣΥΡΙΖΑ. Η συνεισφορά από ανθρώπους που επιθυμούν να συμβάλουν στο εγχείρημα της ανατροπής χωρίς κομματικές εντάξεις, με επιφυλάξεις, με ενστάσεις, ακόμη και με μεγάλες διαφωνίες, θα πρέπει όχι μόνο να μην αναστέλλεται, αλλά θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη δεκτικότητα και ενθάρρυνση.
Το κρίσιμο μεσοδιάστημα μέχρι τις βουλευτικές εκλογές, με ενδιάμεσο σταθμό τις ευρωεκλογές, θα αποτελέσει βασικό κρίκο στη δημιουργία προϋποθέσεων για την μεγάλη ανατροπή. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ μείνει αγκυλωμένος σε ιδεολογικές καθαρότητες και αγκυλώσεις, αν σταθμίσει τον κοινωνικό ορίζοντα με φοβικές αντιλήψεις μετεμφυλιακής στενότητας, αν προκρίνει ως επιθεωρητής και ελεγκτής αριστερών ιδεοληψιών τα προσεγγίζοντα πρόσωπα, τότε ακόμη και η εκλογική ανατροπή να γίνει, δεν θα μπορέσει να κάνει την ανατροπή στο κοινωνικό πεδίο και όποιες αλλαγές γίνουν στο πολιτικο-οικονομικό πεδίο θα αποτύχουν.
Η μεγάλη ριζοσπαστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ στο επίπεδο των συμμαχιών κρίνει και τη ριζοσπαστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή μεταφράζεται με τη συμμετοχή πολλών και διαφορετικών κατευθύνσεων ανθρώπων στην ανατροπή των σχεδίων του νεοφιλελευθερισμού. Εδώ και σε συμπιεσμένο χρόνο θα κριθούν πολλά όχι για την ύπαρξη της αριστεράς (όσο υπάρχουν καταπιεσμένοι, αυτοί θα είναι η μήτρα της αριστεράς) αλλά για την αλλαγή πλεύσης για την χώρα και την πλειοψηφία της κοινωνίας.

*Ο Βαγγέλης Βανταράκης είναι επικοινωνιολόγος - οικονομολόγος, συνεργάτης του βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Ζακύνθου Σταύρου Κοντονή

Τα πλεονάσματα των αποτυχημένων...


Δεν ξέρουμε το ποσό του πλεονάσματος για το 2013, το οποίο θα εγκρίνουν τελικά οι τροϊκανοί, μιας και γνωρίζουν ότι το πλεόνασμα του Σαμαρά είναι μαϊμού. Δεν ξέρουμε ούτε αν τελικά θα επιτρέψουν στον πρωθυπουργάκο να διαχειριστεί το 70% από αυτό για να δελεάσει και να εξαγοράσει την ψήφο των κοινωνικών ομάδων που θεωρεί πως θα τσιμπήσουν ευκολότερα στα ψηφοθηρικά γλειφιτζούρια. Υπό κανονικές τεχνοκρατικές -όπως συνηθίζουν να μας λένε- συνθήκες, οι τροϊκανοί που ανακρίνουν τους υπουργούς του Σαμαρά στο υπουργείο Οικονομικών, το οποίο έμοιαζε τα τελευταία 24ωρα Κομαντατούρ, θα έπρεπε να απαιτήσουν με το ποσόν αυτό να αποπληρωθεί το αντίστοιχο ποσόν του δημοσίου χρέους ή να επενδυθεί σε τομείς με αναπτυξιακές προοπτικές.
ΝΑ ΘΥΜΙΣΟΥΜΕ ότι, σύμφωνα με το Μνημόνιο, το 2014 πρέπει να έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ (περίπου 2,75 δισ.), το 2015 3% του ΑΕΠ (περίπου 5,7 δισ.) και το 2016 4,5% του ΑΕΠ (περίπου 9 δισ.). Οι στόχοι αυτοί αντιστοιχούν σε συνολικά ελλείμματα (συμπεριλαμβάνεται η πληρωμή των τόκων) 4,1% του ΑΕΠ το 2013, 3,3% του ΑΕΠ το 2014, 2,1% του ΑΕΠ το 2015 και 0,8% του ΑΕΠ το 2016. Αυτά δεν γίνονται ούτε στο σινεμά. Όταν λοιπόν μόνον οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τους συναλλασσόμενους με το κράτος πολίτες και επιχειρήσεις ξεπερνούν τα 5 δισ. ευρώ, είναι θράσος να μιλάς για πλεόνασμα, το οποίο δεν γίνεται οικονομικό, αλλά πολιτικό εργαλείο! Φανταστείτε έναν καταχρεωμένο οικογενειάρχη να μπαίνει ξαφνικά στο σπίτι και να μοιράζει πεντακοσάρικα στα παιδιά και τη σύζυγό του ανακοινώνοντας με στόμφο πως αυτόν τον μήνα πέτυχε πλεόνασμα. Όταν θα τον ρωτούσαν πώς έγινε αυτό το θαύμα και απαντούσε ότι δεν πλήρωσε το νοίκι, το ΤΕΒΕ, τη δόση του δανείου και τις πιστωτικές κάρτες, τι είδους απάντηση θα έπαιρνε γι' αυτό το κατόρθωμα;
ΜΕ ΛΙΓΑ λόγια, αυτό το πλεόνασμα δεν είναι απόδειξη ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας ούτε ξεγελάει τους πρωταγωνιστές της εναπομείνασας παραπαίουσας επιχειρηματικότητας, που ακόμα και οι κολοσσοί της μετακομίζουν, όσοι μπορούν, εκτός Ελλάδος για να επιβιώσουν από το ασφυκτικό και διαρκώς μεταβαλλόμενο φορολογικό πλαίσιο, τη δραματική έλλειψη ρευστότητας στην αγορά και τον ασύμφορο δανεισμό.
ΠΑΜΕ τώρα στον άλλο θριαμβευτή πλεονάσματος, τον περιφερειάρχη Αττικής Γιάννη Σγουρό. Εγώ είμαι νοικοκύρης, βροντοφωνάζει, διότι έχω πλεόνασμα 313 εκατομμύρια, κατατεθειμένα στην Alpha Bank. Και αντί να τον κράξουν όλα τα ΜΜΕ για την αναλγησία του, που σε εποχή οικονομικής κατάρρευσης κρατάει αδιάθετους πόρους, οι οποίοι θα μπορούσαν και θα έπρεπε να είναι πολύτιμα αναπτυξιακά εργαλεία και σημαντικά κοινωνικά βοηθήματα, του απονέμουν και τα εύσημα του επιτυχημένου παραπλανώντας το εκλογικό σώμα, που πουθενά δεν θα διαβάσει ή θα ακούσει τη θλιβερή πραγματικότητα.
ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ, όπως προκύπτει από τον απολογισμό Σγουρού για τον προϋπολογισμό του 2013, από τα 471 εκατομμύρια δαπανών τιμολογήθηκαν 109,5 εκατομμύρια. Δηλαδή, στην πραγματικότητα, ο προϋπολογισμός εκτελέστηκε κατά 23,2%, σημειώνοντας απόκλιση 430%! Σε απόλυτους αριθμούς, η απόκλιση ανέρχεται στα 361,8 εκατομμύρια. Μάλιστα, 14 μεγάλα ανακοινωθέντα έργα προϋπολογισμού 443 εκατομμυρίων είναι στα χαρτιά. Από το σύνολο των δαπανών που τιμολογήθηκαν, αφορά έργα μόνο το 26,4%. Σε απόλυτους αριθμούς, για έργα δαπανήθηκαν μόλις 28,9 εκατομμύρια. Και σαν μην φτάνουν όλα αυτά τα εγκλήματα σε εποχή παρατεταμένης ύφεσης ανθρωπιστικής κρίσης, ο φοβερός περιφερειάρχης, που κινδυνεύει να κληθεί από τον ανακριτή για τις τσαμπουκαλίδικες παράνομες αναθέσεις έργων πολλών εκατομμυρίων, αρνείται να εκσυγχρονίσει το διπλογραφικό σύστημα στο λογιστήριο της Περιφέρειας, ώστε να υπάρχει καθαρή εικόνα για τα πεπραγμένα. Έτσι λοιπόν στα στοιχεία που δημοσιεύει σήμερα δεν περιλαμβάνονται υπόλοιπα υποχρεώσεων και απαιτήσεων, υπόλοιπα σε προμηθευτές - πιστωτές, μεταφερόμενα υπόλοιπα κ.λπ. Με λίγα λόγια, δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν η Ρένα Δούρου, εφόσον νικήσει στις εκλογές, θα παραλάβει από τον Σγουρό πλεόνασμα ή μια μεγαλοπρεπή μαύρη τρύπα.

Γιατί η Τρόικα ενδιαφέρεται για τη γη και τα ακίνητα;

Η υφαρπαγή γης και ακινήτων στην Ελλάδα των Μνημονίων
 του Κωστή Χατζημιχάλη

ΧΑΝΤΣ ΜΈΜΙΝΤΟΡΦ, «ΣΠΊΤΙ ΚΕΦΆΛΙ»
Τα Mνημόνια και η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που μας έχουν επιβληθεί κρατούν ψηλά στην επικαιρότητα το ξεπούλημα της δημόσιας γης και των ακινήτων, ως λύση στο δημόσιο χρέος. Σύμφωνα με τους αναλυτές της Τρόικας, στην Ελλάδα υπάρχει «καθυστερημένη κινητικότητα» των αξιών γης σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη και απαιτείται «ομαλοποίηση» της «ελληνικής εξαίρεσης». Να ακολουθήσει δηλαδή η γη και τα ακίνητα αυτό που έχει γίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη: συγκεντροποίηση της γης και περιορισμός της μικροϊδιοκτησίας, ένας «αναγκαστικός καπιταλιστικός εκσυγχρονισμός», κατά τους μνημονιακούς.
Είμαστε λοιπόν μάρτυρες μιας πρωτοφανούς επίθεσης σε πολλά επίπεδα, επίδικο της οποίας είναι μια από τις κατεξοχήν εκφάνσεις των κοινών, η γη και, σε ένα άλλο επίπεδο, το κτιριακό απόθεμα, κυρίως δημόσια κτίρια, εμπορικά ακίνητα και κατοικίες. Κατακτήσεις γενεών, υλικές, θεσμικές αλλά και συμβολικές, χάνονται σε λίγο χρόνο, μέσω της υφαρπαγής της γης, της δημόσιας περιουσίας και της μικροϊδιοκτησίας.
Η κούρσα επενδύσεων σε γη στον παγκόσμιο Νότο
Οι πόλεις, ως γη, ακίνητα και υποδομές, ήταν πάντα υποδοχείς επενδύσεων πλεονάζοντος κεφαλαίου και μέσω της αστικοποίησης βασικός πυλώνας στις διαδικασίες συσσώρευσης κεφαλαίου. Η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους στις βιομηχανικές επενδύσεις στον παγκόσμιο Βορρά και η δημιουργία νέων χρηματιστηριακών προϊόντων οδήγησε, μετά τη δεκαετία του 1990 και κυρίως μετά το 2000, σε μια κούρσα επενδύσεων σε γη στον παγκόσμιο Νότο μέσω υφαρπαγής και σε εκτεταμένο real estate παντού. Τα νέα άυλα προϊόντα που δημιουργήθηκαν επιτρέπουν από τη μια ενυπόθηκο δανεισμό και από την άλλη δανεισμό και πωλήσεις με βάση μελλοντικά έσοδα μέσω τιτλοποιήσεων. Τη δημιουργία, με άλλα λόγια, πλασματικών αξιών και πλασματικού κεφαλαίου. Αυτές οι χρηματικές καινοτομίες εφαρμόστηκαν πρώτα στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1980 και δεν περιορίστηκαν μόνο στους «μεγάλους» παίκτες, αλλά διαχύθηκαν στα μεσοαστικά και στα εργατικά στρώματα με επισφαλή εισοδήματα. Αποτέλεσμα, η αδυναμία αποπληρωμής των δανείων, η απότομη κάμψη της ζήτησης, η υπερχρέωση των νοικοκυριών και των εργολάβων. Η αλληλεξάρτηση των περιφερειακών με τις κεντρικές τράπεζες, αλλά και πιστωτικών ιδρυμάτων και επενδυτικών χαρτοφυλακίων εντός και εκτός των ΗΠΑ, δεν άργησε να μεταφέρει την κρίση και στην Ευρώπη, με τα γνωστά αποτελέσματα.

ΈΡΓΟ ΤΟΥ ΈΝΤΟΥΑΡΝΤ ΧΌΠΕΡ, 1927
Για πολύ καιρό η διαδικασία αυτή δεν προσέλκυε το αναλυτικό ενδιαφέρον και κυρίως δεν προβλημάτιζε πολιτικά την Αριστερά στον παγκόσμιο Βορρά. Η φούσκα των ακινήτων στις ΗΠΑ το 2007-8, η χρηματοπιστωτική κρίση που ενεργοποίησε με τα εκατομμύρια αστέγων και άνεργων και στη συνέχεια η διασπορά της παγκοσμίως, φώτισε ξανά τη σημασία της γης, των ακινήτων και της γαιοπροσόδου. Η κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ και η μεταφορά της μέσω των νέων χρηματιστικών προϊόντων σε όλο τον κόσμο αποτελεί μια ενδιαφέρουσα εφαρμογή της έννοιας του «τοπικο-παγκόσμιου» (glocalisation): άμεση σύνδεση τοπικών χαρακτηριστικών, στην περίπτωσή μας η ίδια η γη, με τις παγκόσμιες τάσεις-ροές και αντίστροφα. Και για την Αριστερά υπογράμμισε τη σημασία της κατανόησης των διαδικασιών αστικοποίησης με τις διαδικασίες συσσώρευσης κεφαλαίου και με τους καθημερινούς αγώνες στη πόλη. Η γη, ο χώρος και ειδικά οι πόλεις δεν αποτελούν κάποιο εξωτερικό περιβάλλον», μια δευτερεύουσα αντίθεση στην υπόθεση της ριζικής κοινωνικής αλλαγής. Αποτελούν κρίσιμες κοινωνικές σχέσεις και οι αντιφάσεις που παράγουν οδηγούν σε κοινωνικές συγκρούσεις με απρόβλεπτες συνέπειες.
Αλλά γιατί έχουν σήμερα τόση σημασία η γη και τα ακίνητα για την Τρόικα; Πέρα από την προφανή απάντηση κάλυψης του δημόσιου χρέους υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου, δυο ακόμη γενικότερες συνθήκες. Η πρώτη αφορά τις διεθνείς τάσεις και η δεύτερη τις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Ας τις δούμε σύντομα.
Η παγκόσμια σκηνή: κερδοσκοπικές επενδύσεις σε γη και ακίνητα
Στην Ελλάδα, η συγκυρία της κρίσης και το ειδικό καθεστώς των Μνημονίων συμπίπτει, δυστυχώς, με τη νέα παγκόσμια τάση επενδύσεων κερδοσκοπικών κεφαλαίων στη γη και σε ακίνητα. Από στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας αλλά και προοδευτικών πρωτοβουλιών όπως το Land Deal Politics Initiative (www.iss.nl/Ldpi), προκύπτει ότι μετά το 2007 κεφάλαια κάθε είδους (ιδιωτικά, κρατικά, hedge funds, venture capital) εισέρχονται μαζικά στην αγορά γης και στο real estate, αναζητώντας εκτάσεις, εμπορικά ακίνητα και προνομιακές θέσεις για υψηλών προδιαγραφών κατοικίες που μελλοντικά θα είναι σπάνιες, δηλαδή αναζητώντας μονοπωλιακή γαιοπρόσοδο. Ενώ παλαιότερα οι σίγουρες επενδύσεις ήταν σε μετοχές κερδοφόρων μεγάλων βιομηχανιών, σήμερα αναζητούν καταφύγιο στη γη και στα ακίνητα. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, στο διάστημα 2007-2012 (δεν υπάρχουν πιο πρόσφατα στοιχεία) από το σύνολο των παγκόσμιων επενδύσεων κεφαλαίων λίγο πάνω από τις μισές κατευθύνονται στη γη και σε ακίνητα. Στη γη κατευθύνονται σε περιοχές όπως η Αφρική, η Λατινική Αμερική αλλά και η Ευρώπη, κυρίως στις πρώην χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στον τομέα των ακίνητων οι επενδύσεις κατευθύνονται σε ώριμες αγορές, π.χ. Λονδίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη και στις λεγόμενες αναδυόμενες, όπως οι πόλεις των Εμιράτων του Περσικού Κόλπου, οι παράκτιες πόλεις της Κίνας, οι μεγαλουπόλεις της Ινδίας και της Λατινικής Αμερικής. Οι περισσότερες χώρες-στόχοι είναι διψασμένες για επενδύσεις κάθε είδους, και η γη τους ήταν ένας αναξιοποίητος πόρος εδώ και δεκαετίες. Σε αυτό συμβάλλουν πέντε σύγχρονες παγκόσμιες τάσεις.
Πρώτον, η εκτιμωμένη παγκόσμια διατροφική ανασφάλεια και η άνοδος των τιμών των τροφίμων που έχει προκαλέσει εκτεταμένες επενδύσεις σε μεγάλες εκτάσεις για μελλοντική παραγωγή τροφής.
Δεύτερον, η παγκόσμια ενεργειακή ανασφάλεια και η αναζήτηση σπάνιων μεταλλευμάτωνπου έχει οδηγήσει από τη μια πλευρά σε εξορυκτική φρενίτιδα σε στεριά και θάλασσα, και από την άλλη στην αναζήτηση μεγάλων εκτάσεων για εγκατάσταση ΑΠΕ (ανεμογεννητριών και ηλιακών συλλεκτών) κοντά σε μεγάλους καταναλωτές, καθώς και εκτάσεων για καλλιέργεια βιοκαύσιμων, διαδικασίες γνωστές και ως «πράσινη υφαρπαγή» (green grabbing).
Τρίτον, η αναζήτηση μεγάλων εκτάσεων για ειδικού τύπου mega-projects, όπως αναπτυξιακοί διάδρομοι κάθε είδους, από τρένα μεγάλης ταχύτητας μέχρι αγωγούς πετρελαίου, νέα μεγάλα λιμάνια για κοντέινερ, εκτάσεις για ειδικές οικονομικές ζώνες και φυσικά μεγάλης κλίμακας real estate στις πόλεις. Στην κατηγορία αυτή μπορεί να ενταχθεί και η δημιουργία μεγάλων,ολοκληρωμένων τουριστικών μονάδων με παραθεριστικό real estate, γκολφ.
Η τέταρτη εξέλιξη, που αποτελεί την προϋπόθεση για να κινητοποιηθούν οι προηγούμενες τάσεις, είναι η δημιουργία νέων χρηματοπιστωτικών εργαλείων από τις επενδυτικές τράπεζες, ικανών να περιορίζουν το ρίσκο των επενδύσεων.
Τέλος, οι αναδυόμενες παγκόσμιες ρυθμίσεις, κανόνες και κίνητρα που παρέχονται από τη διεθνή κοινότητα (κυρίως την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ), για να προβαίνουν οι κερδοσκόποι σε παρόμοιες επενδύσεις μεγάλης κλίμακας σε γη, δεδομένων των μεγάλων διαφορών στα καθεστώτα ιδιοκτησίας και φορολογίας της γης.
Ελληνικές ιδιαιτερότητες: ποιοτικά χαρακτηριστικά, ένταξη στην ΕΕ, μεγάλη κρατική ιδιοκτησία και Μνημόνια
 Αν τα παραπάνω σας φαίνονται οικεία, είναι γιατί τα έχουμε δει να συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας – κι αυτό μας οδηγεί στις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Από τις Σκουριές της Χαλκιδικής, την ΑΟΖ σε Ιόνιο και Αιγαίο και το αεροδρόμιο του Ελληνικού μέχρι τη Στοά Μοδιάνο στη Θεσσαλονίκη, τη Μονή Τοπλού στη Σητεία, τους αγωγούς φυσικού αερίου, τα εκατοντάδες φωτοβολταϊκά πάρκα σε όλη την Ελλάδα και τις ανεμογεννήτριες στα νησιά – όλα αυτά είναι μερικές ενδείξεις της εφαρμογής των παγκόσμιων τάσεων, οι οποίες διευκολύνονται, αν όχι επιβάλλονται, από το ειδικό καθεστώς των Μνημονίων. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν οι τεράστιες εκτάσεις που διαθέτουν άλλες περιοχές και το ενδιαφέρον για την υφαρπαγή της γης και των ακινήτων οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους.
Πρώτον, στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της γης και των ακινήτων. Το σύνολο της ελληνικής επικράτειας αποτελεί μια οιονεί μονοπωλιακή θέση ως προς τα γεωπολιτικά δεδομένα και τη φυσική εγγύτητα στις ευρωπαϊκές αγορές· άρα, ο κάτοχος ή εκείνος που την ελέγχει απολαμβάνει ένα είδος μονοπωλιακής γαιοπροσόδου. Οι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης και ακινήτων στην Ελλάδα είναι το κράτος, οι δήμοι, η Εκκλησία και τα μοναστήρια: αυτοί θα αποτελέσουν τους πρώτους στόχους της υφαρπαγής. Σε αυτούς περιλαμβάνονται ο στρατός με μεγάλες ιδιοκτησίες, οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΟΣΕ κλπ) και τα ΝΠΔΔ (πανεπιστήμια, νοσοκομεία). Μια απλή ανάγνωση του εφαρμοστικού νόμου και η διεθνής εμπειρία τιτλοποίησης γης και ακινήτων που θα εφαρμόσει το ΤΑΙΠΕΔ, φτάνει για να καταλάβουμε τι μας περιμένει.
Αυτοί είναι οι λόγοι που θέλουν οι Κινέζοι τα λιμάνια και τα αεροδρόμια· Ρώσοι και Τσετσένοι τους αναπτυξιακούς διαδρόμους για να περάσουν οι αγωγοί πετρελαίου και υγραερίου· Ισπανοί, Δανοί και Γερμανοί μεγάλες εκτάσεις για την εγκατάσταση πάρκων με ΑΠΕ για παραγωγή ηλεκτρισμού και μεταφορά του στη Μεσευρώπη· Γάλλοι, Ολλανδοί και Γερμανοί παραγωγική γη για ειδικές βιολογικές καλλιέργειες· Καναδοί, Ρώσοι και άλλα διεθνή κονσόρτια διεκδικούν το υπέδαφος, κυρίως για χρυσό και φυσικό αέριο· και, τέλος, επενδυτές κάθε είδους και εθνικότητας (ανάμεσα τους και ελληνικές τράπεζες και ιδιώτες) ενδιαφέρονται για εμπορικά και «ειδικού σκοπού» ακίνητα.
Μια ειδική ομάδα χαρακτηριστικών γης στην Ελλάδα αφορά τα ιστορικά μνημεία, το τοπίο, το μεγάλο μήκος ακτών και νησιών, τον σχετικά υψηλό δείκτη φυσικής αξίας και τέλος τη φήμη της ως μεσογειακού προορισμού που διατηρεί αυθεντικότητα και δεν έχει υποστεί τις μη αναστρέψιμες καταστροφές αντίστοιχων προορισμών στην Ισπανία και Ιταλία. Αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά έχουν προσελκύσει μεγάλες τουριστικές επενδύσεις και real estate παραθεριστικών κατοικιών, οι οποίες αναζητούν άθικτες παραθαλάσσιες εκτάσεις κοντά στις πλούσιες χώρες της Ε.Ε. και τη Ρωσία.
Ο δεύτερος λόγος είναι πολιτικός και κοινωνικός, με τρεις αιχμές: το ότι τα ελληνικά εδάφη βρίσκονται εντός Ε.Ε./ευρωζώνης, το μέγεθος της κρατικής περιουσίας και το ειδικό καθεστώς των Μνημονίων που έχει επιβληθεί από το 2010. Αυτό δίνει στα ελληνικά εδάφη μια θεσμική ιδιαιτερότητα, θεωρητικά ελκυστική σε επενδύσεις, η οποία συνίσταται στη συστηματική εξασθένιση της πολιτικής ανεξαρτησίας, στην υποβάθμιση της δημοκρατίας και στην κατάργηση της συνταγματικής τάξης. Επειδή οι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης και ακινήτων στην Ελλάδα είναι το κράτος και οργανισμοί που εποπτεύονται από αυτό, οι θεσμικές και αντισυνταγματικές εκτροπές είναι απαραίτητες για την είσοδο αυτών των ακινήτων στη αγορά, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο εύκολα με τις ιδιωτικές περιουσίες. Εδώ, νομίζω, έχει σημασία η πιθανή έναρξη των πλειστηριασμών κατοικιών: εκτός από την κοινωνική αναταραχή που θα προκαλέσει και τις έντονες αντιδράσεις των ελληνικών τραπεζών (για τα οποία η Τρόικα αδιαφορεί), θα προκαλέσει άμεση κατάρρευση των τιμών στην αγορά ακινήτων, άρα και των δημόσιων ή των ΝΠΔΔ, δημιουργώντας μεγάλες ευκαιρίες σε εκείνους που περιμένουν να τα υφαρπάξουν. Γιατί οι μελλοντικοί επενδυτές δεν ενδιαφέρονται για τις χιλιάδες μικροϊδιοκτησίες που θα χαθούν, αλλά: α) για τις μεγάλες δημόσιες εκτάσεις και τα μεγάλα ακίνητα του δημοσίου, των ΝΠΠΔ και των οργανισμών κοινής ωφέλειας, τα οποία θα χάσουν σημαντικό τμήμα της αξίας τους και β) για την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων επειδή οι περισσότεροι στόχοι περιλαμβάνουν σημαντικά τμήματα ακίνητης περιουσίας (ΟΣΕ, λιμάνια, αεροδρόμια κ.ά.).
Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκονται και οι αλλαγές που προτείνονται στη φορολογία των ακινήτων, της αγροτικής γης και των εκτός σχεδίου ιδιοκτησιών. Αν υλοποιηθούν οι εξαγγελίες, είναι πιθανό να έχουμε στο μέλλον μαζικές πωλήσεις από μικροϊδιοκτήτες που θα αδυνατούν να πληρώσουν τους φόρους ακινήτων και των αγροτικών εκτάσεων που προέρχονται από κληρονομιές, με αποτέλεσμα την συγκεντροποίηση της ιδιοκτησίας της γης, και ως εκ τούτου και της γαιοπροσόδου σε όφελος εκείνων που έχουν σήμερα και αύριο ρευστό. Σε αυτό αποβλέπει ο ενιαίος φόρος ακινήτων και η σχεδιαζόμενη σημαντική μείωση του φόρου μεταβιβάσεων.
Τα παραπάνω έχουν μετατρέψει την Ελλάδα σε περιοχή που ισχύει ένα ιδιάζων «καθεστώς μόνιμης εξαίρεσης», όπως θα έλεγε ο Αγκάμπεν, ή μια «κατάτμηση σε ζώνες (zonage)», όπως γράφει ο Μπαντιού, αλλά αυτό δεν συμβαίνει χωρίς κοινωνικές αντιστάσεις. Αποτελούν πολιτικές συνθήκες οι οποίες, αλλάζοντας ή περιορίζοντας το θεσμικό πλαίσιο, δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την υφαρπαγή της γης. Οι παραπάνω θεσμικές εκτροπές, που αλλού θα απαιτούσαν στρατιωτική βία, στην Ελλάδα εφαρμόζονται με τη βία τις συστηματικής εξασθένισης των ρυθμιστικών μηχανισμών της δημοκρατίας. Οι πολίτες δεν βρίσκονται πλέον αντιμέτωποι με πολιτικούς εκπροσώπους κλασικού δημοκρατικού τύπου, αλλά, όπως γράφει ο Μπαντιού με ένα είδος τοπικής ψευτο-κρατικής κάλυψης των κυρίαρχων διαδικασιών καταλήστευσης» (Η Εποχή, 12.5.2013).
Θα τελειώσω παραφράζοντας τον Σ. Ζίζεκ. Παλιά η Αριστερά ήξερε τι να κάνει με τη γη και τα ακίνητα: περίμενε πότε θα έλθει στην εξουσία για να καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία. Σήμερα δεν ξέρει ακόμη τι να κάνει, αλλά δεν μπορεί να περιμένει. Τουλάχιστον ας προσπαθήσει, ας προσπαθήσουμε, να σταματήσουμε με κάθε μέσο την υφαρπαγή που βιώνουμε, και κυρίως αυτή που επέρχεται.
Ο Κωστής Χατζημιχάλης είναι ομότιμος καθηγητής (Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, hadjimichalis@hua.gr)
Το άρθρο αποτελεί περιληπτική απόδοση της παρέμβαση στην εκδήλωση «Ανοικτής Πόλης» με θέμα «Κόκκινα δάνεια και υφαρπαγή της μικροϊδιοκτησίας» (ομιλητές: Τόνια Κατερίνη, Κερασίνα Ραυτοπούλου, Κωστής Χατζημιχάλης, Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου· συντονίστρια Ελένη Πορτάλιου), 16.9.2013


Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Απασχόληση και αριστερή πολιτική

  •  15.03.2014
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Προχθές το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ παρουσίασε την έκθεση που εκπόνησε το Levy Institute, με τη συνδρομή του ΙΝΕ, για την καταπολέμηση της μαζικής ανεργίας μέσα από ένα Πρόγραμμα Εγγυημένης Εργασίας, με σκοπό την άμεση δημιουργία 250.000 έως 700.000 θέσεων εργασίας. Η συλλογιστική που αναπτύσσεται στην έκθεση είναι ότι το κράτος θα πρέπει να εγγυάται την παροχή εργασίας με έναν ελάχιστο μισθό, με σκοπό τη δημιουργία δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, σε οποιονδήποτε μακροχρόνια, κυρίως, άνεργο είναι πρόθυμος να εργαστεί.
Πρόκειται για μία ριζοσπαστική πρόταση που επικεντρώνει την οικονομική πολιτική στην απασχόληση, προκειμένου να δημιουργήσει μελλοντικά μόνιμες θέσεις εργασίας μέσω της οικονομικής ανάπτυξης. Δηλαδή δεν προτάσσει την οικονομική ανάπτυξη στην αύξηση της απασχόλησης, αλλά αντίθετα καθιστά την πολιτική απασχόλησης λοκομοτίβα της ανάκαμψης της οικονομίας, θεωρώντας πως με τη διάλυση του παραγωγικού ιστού και την αδυναμία χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα το μεγάλο πρόβλημα είναι η έλλειψη ζήτησης κι αυτήν ακριβώς έρχεται να καλύψει ο δημόσιος τομέας με το Πρόγραμμα Εγγυημένης Εργασίας.
Ενώ, λοιπόν, στην παρουσίαση μιας τόσο σημαντικής έκθεσης από το ίδιο το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ συμμετείχαν και σχολίασαν καθηγητές οικονομολόγοι απ' όλο το πολιτικό φάσμα, εντυπωσιακή ήταν η απουσία των συνδικαλιστών της ΓΣΕΕ, οι οποίοι έτσι εκδήλωσαν τη δυσπιστία, καχυποψία ή και προκατάληψή τους στις σχετικές προτάσεις. Σαν εξαίρεση στον κανόνα, ωστόσο, ένας συνδικαλιστής ερώτησε (α) πού θα βρεθούν τα χρήματα για ένα τέτοιο πρόγραμμα, (β) γιατί δεν προτείνεται παράλληλα η αύξηση των μισθών, η αποκατάσταση των εργασιακών σχέσεων, η χρηματοδοτική ενίσχυση των ΜΜΕ κ.λπ., (γ) γιατί εφ' όσον στόχος είναι η κοινωφελής-δημόσια εργασία δεν προτείνεται κατ' ευθείαν η ανασυγκρότηση του δημόσιου τομέα για τη μαζική απορρόφηση της ανεργίας, (δ) γιατί προτείνεται απασχόληση 11 μηνών και όχι σταθερή και πλήρης απασχόληση και (ε) τι θα γίνει με τους υπόλοιπους εκτός προγράμματος ανέργους;
Απαντήσεις σε ορισμένα από τα ερωτήματα αυτά δίνει η ίδια η έκθεση, όταν π.χ. στο ζήτημα της χρηματοδότησης προτείνει την ανάγκη δημιουργίας σχετικού Ευρωπαϊκού Ταμείου, την έκδοση ομολόγων ειδικού σκοπού μηδενικού κουπονιού (με ενέχυρο φορολογικά έσοδα), ή την αναστολή πληρωμής τόκων για ένα χρόνο. Επίσης, η 11μηνη απασχόληση, που μπορεί να γίνει και 12μηνη, θεωρεί πως πρέπει να συνοδεύεται με πλήρη εξασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων, ενώ όταν υπολογίζει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ είναι προφανές πως υπολογίζει σε 28% αύξηση του κατώτατου μισθού και συνακόλουθα σε μικρότερο βαθμό όλων των μισθών.
Όμως, η πρόταση Levy-ΙΝΕ δεν φιλοδοξεί να υποκαταστήσει τη συνολική στρατηγική για την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, αλλά απλά να αποτελέσει βασικό μέρος της. Συνεπώς, δεν απαντά σε όλα τα ζητήματα ανασχεδιασμού της οικονομίας, αλλά στο πώς θα δοθεί μία σημαντική αρχική ώθηση για την επανεκκίνησή της. Επιπλέον δεν εντάσσεται σε κάποιο σοσιαλιστικό πρόγραμμα πλήρους υποκατάστασης του Δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα, αλλά δημιουργίας γόνιμων συνθηκών εκ μέρους του πρώτου για την ενδυνάμωση και επαναλειτουργία του δεύτερου. Το κράτος εγγυάται εργασία την οποία μπορούν να παρέχουν και ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Σημαίνει αυτό πως δεν ενδιαφέρει τον κόσμο της εργασίας ή πως δεν μπορεί να αποτελέσει συστατικό στοιχείο ενός αριστερού προγράμματος; Όχι βεβαίως. Γιατί το βασικό πρόβλημα σήμερα της ελληνικής κοινωνίας είναι ο δραστικός περιορισμός της μαζικής ανεργίας και η αποτροπή απαξίωσης του ανθρώπινου «κεφαλαίου» της. Κι εδώ η πρόταση Levy-ΙΝΕ προσφέρει ήδη πολλά.
*Άρθρο του Κώστα Καλλωνιάτη από τη στήλη "ΕΝ - στάσεις", 14.3.2014


Μπαλτάς Αριστείδης

Οι δύο κουλτούρες και η αλλαγή του κόσμου

        16.03.2014
Ένα διάσημο βιβλίο (C.P. Snow, The Two Cultures and the Scientific Revolution, Cambridge University Press, 1961) επισημαίνει το βαθύ πολιτιστικό ρήγμα που διαχωρίζει όσους έχουν διαμορφώσει τη σκέψη τους με κύρια αναφορά τις θετικές, λεγόμενες, επιστήμες (μαθηματικά, φυσική κ.λπ.) από όσους έχουν μορφωθεί μέσω της ανθρωπιστικής, λεγόμενης, παιδείας (φιλόλογοι, ιστορικοί κ.λπ.). Ο Σνόου υπογραμμίζει κυρίως την ανάγκη να κατανοήσουν τις επιστήμες -και άρα τον κόσμο- οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Αλλά προφανώς ισχύει και το αντίστροφο, ίσως στις μέρες μας σημαντικότερο. Έτσι ή αλλιώς πάντως, το ρήγμα ανάμεσα στις δύο κουλτούρες, απότοκο ενός προβληματικού εκπαιδευτικού συστήματος, βαθαίνει και γίνεται επικίνδυνο για την πολιτισμική, τουλάχιστον, συνοχή των κοινωνιών μας.
·                                  
·                                 Ούτε το πολιτικό όλον μπορεί να αλλάξει τον κόσμο χωρίς τον εμπνευσμένο αγώνα των μερών ούτε τα μέρη μπορούν να επιτύχουν τους γενναιόδωρους στόχους τους χωρίς να συντίθενται σε ανατρεπτικό όλον

Αλλά δύο κουλτούρες διατρέχουν και την καθ' ημάς νεότερη Αριστερά.

Η μία έρχεται από παλιά: μια συναρπαστική ιδέα -ισότητα, ελευθερία, αλληλεγγύη, καθολική δικαιοσύνη- φλογίζει και παρωθεί τους νέους να εντάξουν τις ατομικές επιδιώξεις τους στη μεγάλη υπόθεση της αλλαγής του κόσμου. Μαθαίνουν από τους μεγαλύτερους ότι η ιδέα έχει βαθιές ιστορικές ρίζες, διαποτίζει μεγαλειώδεις αγώνες, διαθέτει στέρεη θεωρητική θεμελίωση, επιτάσσει την ανάγκη οργάνωσης των δυνάμεων, απαιτεί ιεράρχηση στόχων. Και ότι αγγίζει το παν. Όλα συνδέονται, αλλά τόπος συμπύκνωσης είναι η πολιτική εξουσία. Επίκεντρο της ιεράρχησης γίνεται έτσι η κεντρική πολιτική σκηνή και τα εκεί τεκταινόμενα, γιατί η αλλαγή του κόσμου μπορεί να αρχίσει συντεταγμένα μόνο μέσω της κυριαρχίας στο πολιτικό επίπεδο. Όπου πάντα υπονοείται, αλλά σπανίως τίθεται ρητά το ζήτημα της ουσιαστικής εκπροσώπησης.
Η δεύτερη κουλτούρα σηματοδοτεί μια ρήξη στην αλληλουχία των γενεών της Αριστεράς. Οι νέοι που κατ' εξοχήν τη συμμερίζονται, γυναίκες και άντρες, είναι ευαίσθητοι, μαχητικοί, γενναιόδωροι. Πολλοί είναι μορφωμένοι, με ισχυρές θεωρητικές αναφορές. Εκφράζονται με τους δικούς τους τρόπους στους δικούς τους χώρους και διαδίδουν τις ιδέες τους έξω από τους καθιερωμένους διαύλους της δημοσιότητας. Αφιερώνουν τις δυνάμεις τους στην καταπολέμηση της αδικίας εκεί που τη συναντούν, στο εδώ και στο τώρα που φτάνει η προσωπική ευθύνη τους. Αρνούνται τη μεσολάβηση κομμάτων και συνδικάτων και προσπαθούν να ασκήσουν την άμεση δημοκρατία παντού. Απεχθάνονται συνολοποιητικούς λόγους που πριμοδοτούν το καθαυτό πολιτικό επίπεδο, ενώ στέκονται αμήχανα απέναντι σε ζητήματα που δεν αγγίζουν την καθημερινότητά τους. Ερώτημα εκπροσώπησης δεν τίθεται καν. Και όταν τίθεται εκ των πραγμάτων, το αντιμετωπίζουν από απόσταση, συχνά με ειρωνεία ή χλεύη.
Κάθε κουλτούρα έχει τις δικές τις αφετηριακές παραδοχές, τα δικά της αυτονόητα, τους δικούς της κώδικες επικοινωνίας, τα δικά της επίδικα, τις δικές της μορφές συμπεριφοράς. Καμιά δεν είναι εξ ορισμού ανώτερη από την άλλη. Ούτε το πολιτικό όλον μπορεί να αλλάξει τον κόσμο χωρίς τον εμπνευσμένο αγώνα των μερών ούτε τα μέρη μπορούν να επιτύχουν τους γενναιόδωρους στόχους τους χωρίς να συντίθενται σε ανατρεπτικό όλον. Όπως θα 'λεγε ο Καντ, η πρώτη κουλτούρα χωρίς τη δεύτερη είναι κοινωνικά κενή, η δεύτερη χωρίς την πρώτη είναι πολιτικά τυφλή. Γέφυρες ανάμεσα στις δύο κουλτούρες σήμερα υπάρχουν λίγες και ασταθείς. Αλλά η ευθύνη για την οικοδόμησή τους σίγουρα βαρύνει περισσότερο την πρώτη.