Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Απειλή ιστορικού μαρασμού

Του Νικου Γ. Ξυδακη



Ποια είναι τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα για το αμέσως επόμενο διάστημα στην Ελλάδα; Κατά τη γνώμη μας, δύο, ένα μετρήσιμο και ένα μη μετρήσιμο, και τα δύο όμως βόμβες στα θεμέλια: η ανεργία και ο διχασμός -μάλλον, κερματισμός- της κοινωνίας.
Οι τελευταίες εκθέσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και του ΙΟΒΕ καταγράφουν τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση της οικονομίας και μια ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα. Η ανεργία τον φετινό Οκτώβριο έφτασε το 26,8%, έναντι του 19,7% τον αντίστοιχο περσινό μήνα. Ο ρυθμός αύξησης είναι τρομακτικός: 2,6% μηνιαίως. Αν διατηρηθεί αυτός ο ρυθμός, τον Οκτώβριο του 2013 οι άνεργοι θα είναι το 36,5% - περισσότερο από το ένα τρίτο του ενεργού πληθυσμού θα είναι εκτός εργασίας, εκτός βιοπορισμού.
Οι δείκτες ανεργίας και ύφεσης αντιστοιχούν στους δείκτες της αμερικανικής Μεγάλης Υφεσης, μετά το Κραχ του 1929. Αμερικανοί αναλυτές που παρακολουθούν με ανησυχία την Ευρώπη, υπολογίζουν ότι για να επανέλθει η ανεργία στα κοινωνικώς αποδεκτά επίπεδα του 7,5%, όσο δηλαδή μετριόταν η ανεργία στην Ελλάδα το 2007, θα απαιτηθούν είκοσι χρόνια. Είκοσι χρόνια είναι πολύ μακρύς χρόνος, είναι περίπου μια γενιά: πρώτος είχε μιλήσει για μισή ή μία χαμένη γενιά Ελλήνων ο οικονομολόγος Τομάσο Πάντοα Σιόπα, πρώην υπουργός στην Ιταλία και σύμβουλος του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος είχε προβλέψει μια δεκαπενταετία πτώσης ήδη το 2010. Ο δε πρώην πρόεδρος της Bundesbank Aξελ Βέμπερ είχε εκτιμήσει ότι η κρίση χρέους θα ταλανίζει την Ελλάδα για την επόμενη τριακονταετία.
Πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν άνθρωποι. Το 26,8% αντιστοιχεί σε περίπου 1,35 εκατομμύρια συμπολίτες, επί συνόλου 5 εκατομμυρίων ενεργού πληθυσμού· 1,35 εκατομμύρια νοικοκυριά, οικογένειες, στερούνται το βασικό ή το αναγκαίο συμπληρωματικό εισόδημα για να επιβιώσουν. Αλλιώς: 3,64 εκατομμύρια εργαζόμενοι πρέπει να παράγουν πλούτο ικανό να θρέψει 11 εκατομμύρια Ελληνες. Δεν γίνεται.
Αυτή η αριθμητική αφόρητης ένδειας μας οδηγεί αναπόφευκτα στις μη μετρήσιμες αλλά εξίσου αισθητές συνέπειές της: στον διχασμό, τον κερματισμό του κοινωνικού σώματος. Εξαιτίας της κρίσης η Ελλάδα χάνει οδυνηρά ό,τι είχε κατακτήσει με κόπο τη μεταπολεμική περίοδο: υψηλή κοινωνική ομοιογένεια, διαταξική κινητικότητα και μια ευρύτατη μικρομεσαία τάξη. Οι πιο αδύναμοι κρίκοι των μικρομεσαίων στρωμάτων πληβειοποιούνται, τα χάνουν όλα, ενώ και τα μεσαία στρώματα φτωχοποιούνται, χάνουν τα προστατευτικά μαξιλάρια των σταθερών εισοδημάτων και των αποταμιεύσεων και ήδη απειλείται σοβαρά το τελευταίο οχυρό και ταυτοποιητικό στοιχείο, η ακίνητη περιουσία.
Αυτός ο μείζων κοινωνικός μετασχηματισμός ασφαλώς θα εκφραστεί και πολιτικά. Ηδη οι ψηφοφόροι μετατοπίστηκαν μαζικά προς τα άκρα του συμβατικού φάσματος, καθώς η κεντρώα έκφραση κατέρρευσε ηθικά. Η μετατόπιση δεν εκφράζει μόνο την ψήφο· εκφράζει και την οργή, την απόγνωση, τον φόβο, την ελπίδα και, για πρώτη φορά με τέτοια ένταση, τον ταξικό διαχωρισμό. Ο εμφιλοχωρών διχασμός δεν έχει ιδεολογικούς ή πολιτικούς χαρακτήρες, όσο κοινωνικούς και οικονομικούς, δηλαδή ταξικούς. Ακόμη πιο ωμά: οι πεπτωκότες, οι κατεστραμμένοι, οι μη έχοντες ούτε εισόδημα ούτε ελπίδα βραχυπρόθεσμης ανάταξης, βρίσκονται αποκομμένοι από το υπόλοιπο όλον των εχόντων κάτι, βρίσκονται απέναντι, καχύποπτοι και ενάντιοι. Οσο η υπόλοιπη κοινωνία των εχόντων -κάτι ή πολύ- δεν καταφέρνει να ανασχέσει την ερείπωση και να αναδιοχετεύσει μέριμνα, υλική ανακούφιση και εργασία προς τους ανέργους, το ενδεχόμενο ρήξεων θα ενισχύεται.
Συναφές και ίσως πιο ανησυχητικό για το μέλλον, με όρους εθνικούς-ιστορικούς, είναι το φαινόμενο της νεανικής ανεργίας, που φτάνει πια το 56% στις ηλικίες 15-25. Γνωρίζουμε από το κοντινό περιβάλλον μας, πόσο οδυνηρή είναι η ανεργία του πενηντάχρονου: πιθανότατα δεν θα ξαναβρεί ποτέ δουλειά με πλήρεις αποδοχές. Η ανεργία στους νέους δεν είναι τόσο φανερά επώδυνη· ακουμπάνε στην οικογένεια, οι ανάγκες είναι μικρότερες. Είναι όμως πιο ύπουλη και υπονομευτική: ο μακροχρόνιος αποκλεισμός από την είσοδο στην εργασία αναστέλλει βίαια μια αναγκαία τελετή ενηλικίωσης, ψαλιδίζει τα όνειρα, την αυτοπεποίθηση, τη δημιουργικότητα. Κι όχι μόνο κολοβώνει τα νεαρά άτομα σε προσωπικό επίπεδο, αλλά στερεί και την κοινωνία από τις απολύτως αναγκαίες δυνάμεις ανανέωσης: Πώς αλλιώς θα ανανεώσει το έμψυχο δυναμικό της μια κοινωνία στην παραγωγή, στην επιστήμη, στην τέχνη, στις ηγετικές ελίτ; Πολύ περισσότερο που η Ελλάδα φθίνει δημογραφικά. Προβάλλοντας πάνω στην υπογεννητικότητα, πάνω σε έναν γερασμένο πληθυσμό, τον καλπάζοντα δείκτη νεανικής ανεργίας και αποκλεισμού, η εξαγόμενη εικόνα είναι ζοφερή. Οι μεσήλικες κουρασμένοι και άνεργοι, οι νέοι άνεργοι ή μετανάστες. Κινδυνεύουμε σαν λαός, σαν έθνος, να μπούμε σε τροχιά ιστορικού μαρασμού.
Κασσανδρικές προβλέψεις; Ναι, εφόσον ισχύσουν οι προβολές του δυσχερούς παρόντος στον μέλλοντα χρόνο. Γνωρίζουμε όμως ότι η ιστορία δεν εξελίσσεται γραμμικά· ρήξεις και ασυνέχειες, επώδυνες συχνά, εκτρέπουν τη ροή προς άλλες, απρόσμενες κατευθύνσεις. Στο μέτρο που μας επιτρέπεται, διότι η Ελλάδα δεν πορεύεται μόνη της αλλά εξαρτώμενη σε πολλά από άλλους, οφείλουμε να κατανοήσουμε τους κινδύνους καταρχάς, και να δράσουμε αποτρεπτικά: να διαφυλάξουμε την κοινωνική συνοχή, ανακουφίζοντας τους αδύναμους και ανανεώνοντας το συλλογικό φρόνημα. Με δικαιοσύνη και αναδιανομή. Για να επηρεάσουμε κατά το δυνατόν την ιστορική ροή, δηλαδή τη μοίρα μας.

Απασχόληση και αριστερή πολιτική

  •  15.03.2014
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Προχθές το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ παρουσίασε την έκθεση που εκπόνησε το Levy Institute, με τη συνδρομή του ΙΝΕ, για την καταπολέμηση της μαζικής ανεργίας μέσα από ένα Πρόγραμμα Εγγυημένης Εργασίας, με σκοπό την άμεση δημιουργία 250.000 έως 700.000 θέσεων εργασίας. Η συλλογιστική που αναπτύσσεται στην έκθεση είναι ότι το κράτος θα πρέπει να εγγυάται την παροχή εργασίας με έναν ελάχιστο μισθό, με σκοπό τη δημιουργία δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, σε οποιονδήποτε μακροχρόνια, κυρίως, άνεργο είναι πρόθυμος να εργαστεί.
Πρόκειται για μία ριζοσπαστική πρόταση που επικεντρώνει την οικονομική πολιτική στην απασχόληση, προκειμένου να δημιουργήσει μελλοντικά μόνιμες θέσεις εργασίας μέσω της οικονομικής ανάπτυξης. Δηλαδή δεν προτάσσει την οικονομική ανάπτυξη στην αύξηση της απασχόλησης, αλλά αντίθετα καθιστά την πολιτική απασχόλησης λοκομοτίβα της ανάκαμψης της οικονομίας, θεωρώντας πως με τη διάλυση του παραγωγικού ιστού και την αδυναμία χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα το μεγάλο πρόβλημα είναι η έλλειψη ζήτησης κι αυτήν ακριβώς έρχεται να καλύψει ο δημόσιος τομέας με το Πρόγραμμα Εγγυημένης Εργασίας.
Ενώ, λοιπόν, στην παρουσίαση μιας τόσο σημαντικής έκθεσης από το ίδιο το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ συμμετείχαν και σχολίασαν καθηγητές οικονομολόγοι απ' όλο το πολιτικό φάσμα, εντυπωσιακή ήταν η απουσία των συνδικαλιστών της ΓΣΕΕ, οι οποίοι έτσι εκδήλωσαν τη δυσπιστία, καχυποψία ή και προκατάληψή τους στις σχετικές προτάσεις.
Σαν εξαίρεση στον κανόνα, ωστόσο, ένας συνδικαλιστής ερώτησε (α) πού θα βρεθούν τα χρήματα για ένα τέτοιο πρόγραμμα, (β) γιατί δεν προτείνεται παράλληλα η αύξηση των μισθών, η αποκατάσταση των εργασιακών σχέσεων, η χρηματοδοτική ενίσχυση των ΜΜΕ κ.λπ., (γ) γιατί εφ' όσον στόχος είναι η κοινωφελής-δημόσια εργασία δεν προτείνεται κατ' ευθείαν η ανασυγκρότηση του δημόσιου τομέα για τη μαζική απορρόφηση της ανεργίας, (δ) γιατί προτείνεται απασχόληση 11 μηνών και όχι σταθερή και πλήρης απασχόληση και (ε) τι θα γίνει με τους υπόλοιπους εκτός προγράμματος ανέργους;
Απαντήσεις σε ορισμένα από τα ερωτήματα αυτά δίνει η ίδια η έκθεση, όταν π.χ. στο ζήτημα της χρηματοδότησης προτείνει την ανάγκη δημιουργίας σχετικού Ευρωπαϊκού Ταμείου, την έκδοση ομολόγων ειδικού σκοπού μηδενικού κουπονιού (με ενέχυρο φορολογικά έσοδα), ή την αναστολή πληρωμής τόκων για ένα χρόνο. Επίσης, η 11μηνη απασχόληση, που μπορεί να γίνει και 12μηνη, θεωρεί πως πρέπει να συνοδεύεται με πλήρη εξασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων, ενώ όταν υπολογίζει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ είναι προφανές πως υπολογίζει σε 28% αύξηση του κατώτατου μισθού και συνακόλουθα σε μικρότερο βαθμό όλων των μισθών.
Όμως, η πρόταση Levy-ΙΝΕ δεν φιλοδοξεί να υποκαταστήσει τη συνολική στρατηγική για την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, αλλά απλά να αποτελέσει βασικό μέρος της. Συνεπώς, δεν απαντά σε όλα τα ζητήματα ανασχεδιασμού της οικονομίας, αλλά στο πώς θα δοθεί μία σημαντική αρχική ώθηση για την επανεκκίνησή της. Επιπλέον δεν εντάσσεται σε κάποιο σοσιαλιστικό πρόγραμμα πλήρους υποκατάστασης του Δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα, αλλά δημιουργίας γόνιμων συνθηκών εκ μέρους του πρώτου για την ενδυνάμωση και επαναλειτουργία του δεύτερου. Το κράτος εγγυάται εργασία την οποία μπορούν να παρέχουν και ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Σημαίνει αυτό πως δεν ενδιαφέρει τον κόσμο της εργασίας ή πως δεν μπορεί να αποτελέσει συστατικό στοιχείο ενός αριστερού προγράμματος; Όχι βεβαίως.
 Γιατί το βασικό πρόβλημα σήμερα της ελληνικής κοινωνίας είναι ο δραστικός περιορισμός της μαζικής ανεργίας και η αποτροπή απαξίωσης του ανθρώπινου «κεφαλαίου» της. Κι εδώ η πρόταση Levy-ΙΝΕ προσφέρει ήδη πολλά.
*Άρθρο του Κώστα Καλλωνιάτη από τη στήλη "ΕΝ - στάσεις", 14.3.2014


Κώστας Δουζίνας “Η Δημοκρατία στην Ελλάδα βρίσκεται σε κίνδυνο”

«Η κρίση στην Ελλάδα θέτει σοβαρές απειλές για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. (…) Η κυβέρνηση συνεχίζει να ανέχεται τη βία και τα κηρύγματα μίσους του νεοναζιστικού κόμματος Χρυσή Αυγή. (…) Το Ευρωπαϊκό και το Συνταγματικό Δίκαιο παραβιάζονται επίμονα. (…) Είμαστε βαθιά ανήσυχοι ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες, για τα οποία οι Ελληνες έχουν αγωνιστεί για δεκαετίες, υπονομεύονται».
Το παραπάνω είναι απόσπασμα ενός ψηφίσματος που δημοσιεύτηκε την περασμένη βδομάδα στην εφημερίδα «Guardian» και έχει συγκεντρώσει ήδη περισσότερες από τρεις χιλιάδες υπογραφές Ευρωπαίων πολιτών. H πρωτοβουλία ανήκει σε μια ομάδα Ελλήνων του Λονδίνου και στηρίζεται από διανοουμένους διεθνούς κύρους, όπως ο George Bizos, ο βουλευτής Jon Cruddas, οι καθηγητές Κώστας Δουζίνας, Peter Mackridge, Donald Sassoon, Gillian Slovo κ.ά.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στην «Εφ.Συν.» ο πολιτικός φιλόσοφος και διευθυντής του Κέντρου Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Birkbeck του Λονδίνου, Κώστας Δουζίνας, επισημαίνει πως το ζήτημα της απειλούμενης δημοκρατίας είναι σημαντικότερο και από την οικονομική επιβίωση της χώρας και προειδοποιεί πως η κοινωνική πίεση είναι πλέον οριακή.
Συνέντευξη στον Ματθαίο Τσιμιτάκη
-Η Ελλάδα βρίσκεται στο μέσον της οικονομικής κρίσης, εντούτοις διαθέτει μια εκλεγμένη κυβέρνηση. Πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι κινδυνεύει η δημοκρατία;

«Περισσότερο και από την οικονομική επιβίωση της χώρας. Πρόκειται για μια αυξανόμενη απειλή που ξεκίνησε πριν από την οικονομική κρίση, όταν οικονομολόγοι και τεχνοκράτες άρχισαν να παίρνουν αποφάσεις για τις πολιτικές που θα ασκούνται στη χώρα. Πλέον οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται από την κυβέρνηση και την τρόικα σε μυστικές διαβουλεύσεις, ενώ η περιθωριοποιημένη Βουλή άλλοτε καλείται να επικυρώσει αυτές τις αποφάσεις και άλλοτε όχι. Αυτό το πλαίσιο λειτουργίας έχει οδηγήσει σε παραβίαση βασικών κοινωνικών και οικονομικών ελευθεριών -κατάργηση συλλογικών συμβάσεων εργασίας, συνεχής μείωση του κατώτατου μισθού, εισαγωγή των ΕΟΖ, στις οποίες δεν αναγνωρίζεται κανένα εργασιακό δικαίωμα, και απομείωση των βασικών συνθηκών διαβίωσης. Συνεπεία των παραπάνω έρχεται και η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αστυνομία, διαβρωμένη από φασιστικά στοιχεία, προχωράει σε βασανισμούς, επιθέσεις σε διαδηλωτές, μετανάστες κ.ο.κ. Την ευθύνη για αυτή την κατάσταση φέρουν οι κυβερνήσεις που προηγήθηκαν, οι οποίες προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την υφέρπουσα ξενοφοβία με αστυνομικές επιχειρήσεις, όπως ο Ξένιος Δίας».
-Εντούτοις αυτά συμβαίνουν μέσα στην Ε.Ε. η οποία αποτελεί ορόσημο του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, συνεπώς μπορεί να υποθέσει κανείς πως πρόκειται για παροδικά φαινόμενα.
«Το κράτος πρόνοιας είναι ευρωπαϊκή εφεύρεση του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα και αποτελεί νίκη του προοδευτικού κινήματος που συν τω χρόνω μεταφράστηκε σε συγκεκριμένες συνταγματικές εγγυήσεις. Αυτή η Ευρώπη καταστράφηκε τη δεκαετία του ’80. Η κυρίαρχη άποψη πλέον είναι πως κάθε πλευρά του δημόσιου βίου πρέπει να υποταχθεί στη λογική των αγορών ακόμα και βίαια, αν δεν γίνεται διαφορετικά. Συνέβη στη Λατινική Αμερική και την Αφρική τις προηγούμενες δεκαετίες και τώρα γίνεται στην Ελλάδα, η οποία αποτελεί το πειραματόζωο αυτού του νέου τρόπου ρύθμισης των υποθέσεων. Ο ελληνικός και ο κυπριακός λαός είναι αντιμέτωποι με μια Ε.Ε. που δεν έχει σχέση με την Ευρώπη της αλληλεγγύης, της ισότητας και της ευημερίας που ευαγγελίστηκε η ΕΟΚ του ’50 και του ’60».
-Πόση σχέση έχει ο τεχνοκρατικός λόγος της ΤΙΝΑ («δεν υπάρχει εναλλακτική») με τον φασισμό που αναβιώνει στην Ελλάδα;
«Δεν υπάρχει υποχρεωτικά αιτιακή σχέση μεταξύ των δύο. Ομως είναι αλήθεια πως όταν μια ολόκληρη κοινωνική οργάνωση καθορίζεται από τον δήθεν αντικειμενικό λόγο των τεχνοκρατών και αυτός αποτυγχάνει, τότε δημιουργείται ένα έλλειμμα νομιμοποίησης. Σε αυτό το έλλειμμα, που στην Ελλάδα είναι πολύ ισχυρό και συνδυάζεται με την εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, αναπτύσσεται ο φασιστικός λόγος είτε σαν ξενοφοβία είτε ως ρατσισμός, εθνικισμός και ακόμα ναζισμός. Ομως η ίδια διαδικασία δημιουργεί μια ευκαιρία και για τις ριζοσπαστικές δυνάμεις.
Στην Ευρώπη σήμερα αποσύρεται η αποδοχή του πολιτικού συστήματος και διαρρηγνύεται η κοινωνική συναίνεση. Δεν έχουμε απλώς κινήματα διεκδίκησης, αλλά κινήματα αμφισβήτησης που αφαιρούν τη βάση του κοινωνικού συμβολαίου, το οποίο επιτρέπει στο πολιτικό σύστημα να λειτουργεί κανονικά. Αυτό φάνηκε το 2011 με την ευρωπαϊκή άνοιξη, η οποία, ακολουθώντας την Τυνησία και την Αίγυπτο, απλώθηκε σε Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία και το κίνημα occupy στις ΗΠΑ. Τώρα ακολουθεί ένα δεύτερο κύμα με μεγάλες κινητοποιήσεις σε Πορτογαλία και Ισπανία, την ανατροπή των κυβερνήσεων σε Σλοβενία και Βουλγαρία και βεβαίως το -αρχικό έστω- “όχι” της Κύπρου, που αποκτά συμβολική αξία αφού φάνηκε η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου να απορρίπτει τις ευρωπαϊκές προτάσεις και την τρόικα. Παρ’ ότι η πρώτη συμφωνία πήγε στο κυπριακό Κοινοβούλιο και απορρίφθηκε από το σύνολο των κομμάτων, η δεύτερη δεν περνάει από κανενός είδους δημοκρατική νομιμοποίηση. Εχουμε πλέον το τέλος του τέλους της Ιστορίας που διακηρύχθηκε στα 1990 και αυτό δίνει τη δυνατότητα στους λαούς που τους είχε επιβληθεί μια παθητική αντιμετώπιση της πολιτικής να τη φέρουν ξανά στο προσκήνιο».
-Στην Ελλάδα βρίσκεται σε εξέλιξη μια μεγάλη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση, η οποία θα μπορούσε να επαναθεμελιώσει το κοινωνικό συμβόλαιο. Ποια είναι η γνώμη σας;
«Είναι άλλη μια μορφή έκφρασης της τεχνοκρατικής λογικής. Νομίζουμε ότι μπορούμε να αναθέσουμε σημαντικά κοινωνικά προβλήματα σε ειδικούς -τους συνταγματολόγους εν προκειμένω- και να μας βρουν λύσεις. Το Σύνταγμα περιέχει μεν τις βασικές θεσμικές κατανοήσεις που υπάρχουν εδώ και διακόσια χρόνια στην Ευρώπη, όμως ταυτόχρονα συμπυκνώνει μια σειρά κοινωνικών ισορροπιών, τη στιγμή που περνάει. Εκεί που παίζονται οι μεγάλες κοινωνικές εντάσεις, όπως η σχέση κεφαλαίου-εργασίας ή η σχέση κρατικής οντότητας και διεθνών οργανισμών, είναι ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων που επιβάλλει τη λογική του και όχι το Σύνταγμα. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ακόμα και για συντακτική εθνοσυνέλευση, εφόσον στο κοινωνικό γίγνεσθαι υπάρξει μια σημαντικά διαφορετική λογική, η οποία ζητά τη θεσμική της εκπροσώπηση.
Υπό αυτό το πρίσμα η Ελλάδα έχει μια μοναδική ευκαιρία στον δυτικό κόσμο αυτή τη στιγμή να φανταστεί ξανά την οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων. Νέοι πολιτικοί τρόποι όπως εκφράστηκαν στις πλατείες και στα κινήματα εναλλακτικής οικονομίας, στις κουπερατίβες και τις κολεκτίβες στα εργοστάσια μας επιτρέπουν να χρησιμοποιήσουμε τη θεσμική μας φαντασία προκειμένου να συζητήσουμε όχι μόνο πώς θα βελτιώσουμε τα πράγματα, αλλά πώς θα διαμορφώσουμε έναν νέο δρόμο προς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό».
-Εσχάτως οι πρωτογενείς αυτές δομές βάλλονται από δήμους, κρατικές υπηρεσίες ή από φασιστικές ομάδες. Τι σημαίνει αυτό κατά τη γνώμη σας;
«Μια επίθεση εναντίον των εναλλακτικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης που ξεκινάνε από τα κάτω ίσως αποδειχτεί ο τελευταίος σπασμός ενός συστήματος εξουσίας που έχει φτάσει στο τέλος του. Υπάρχουν στιγμές στην Ιστορία που ένα σύστημα εξουσίας φτάνει στο τέλος του –γίνεται επιζήμιο και δεν μπορεί να επιβιώσει. Τότε γίνεται επανάσταση ή αυτό που θα λέγαμε σήμερα μια μεγάλη αλλαγή. Για να γίνει αυτό συνέπιπταν πάντοτε τρεις παράγοντες: λαϊκή βούληση για ριζική αλλαγή, ένα πολιτικό υποκείμενο που αναλάμβανε να εκφράσει τη βούληση αυτή και μια σπίθα, ένας καταλύτης. Στην ελληνική κοινωνία έχουν συμπυκνωθεί τόσο πολύ τα στοιχεία, που κανείς θεωρεί σχεδόν σίγουρο ότι είναι στα πρόθυρα της αλλαγής. Βλέποντας από το εξωτερικό τι συμβαίνει στην Ελλάδα, νομίζω πως η κοινωνική κίνηση είναι πλέον ανεπίστρεπτη».
…………………………………………………………..
O κ. Κώστας Δουζίνας είναι πολιτικός φιλόσοφος και διευθυντής του Κέντρου Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Birkbeck του Λονδίνου
26/03/2013